Το Ταμα του Εθνους: Μια κομπινα 406 εκατομμυριων
Η πολιτική επικαιρότητα επανέφερε από την αφάνεια ένα θέμα που είχε απασχολήσει τη χώρα προ δεκαετιών, όταν αποκαλύφθηκε ότι είχαν κάνει "φτερά" πάνω από 400 εκατ. δραχμές από το Ταμείο που συστάθηκε από την Χούντα για την ανέγερση του λεγόμενου Τάματος του Έθνους, μίας εξαγγελίας της 14ης Δεκεμβρίου 1968 δια στόματος του δικτάτορα Γιώργου Παπαδόπουλου.
Η εξαγγελία του Παπαδόπουλου και όσα ακολούθησαν στη συνέχεια αποτελούν μία "μαύρη τρύπα" στην τεχνική ιστορία της Ελλάδας, καθώς εξαφανίστηκαν πάνω από 400 εκατ. δρχ (της εποχής) που είχαν συγκεντρωθεί για την ανέγερση του Τάματος.
Διαφωτιστικές λεπτομέρειες μας δίνει ο Διονύσης Ελευθεράτος στο βιβλίο του "Λαμόγια στο χακί".
"Όλα άρχισαν το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 1968. Ανακοινώνοντας τις κυβερνητικές προτεραιότητες κατά το επερχόμενο έτος, ο Παπαδόπουλος μνημόνευσε μία εκκρεμότητα του 1829. Θυμήθηκε ότι η Δ' Εθνοσυνέλευση είχε υποσχεθεί – με ειδικό ψήφισμα – στον θεό την ανέγερση ναού, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την απελευθέρωση.
"Το 1969 θα συμπληρωνόταν “στρογγυλή” επέτειος (140 χρόνια) και η εθνοσωτήριος ήταν αποφασισμένη να τερματίσει το κοντέρ της ντροπής. Τα λόγια του δικτάτορα άρμοζαν σε μία Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών, ευγνωμόνων, συνεπών”.
“Δεν είναι ελληνική συνέπεια η τοιαύτη θέσις και η δη προ του Θεού. Κατά το 1969 ο ελληνικός λαός θα αρχίσει την εκτέλεσιν του Τάματος”, είχε πει ο Παπαδόπουλος.
Όπως γράφει ο Ελευθεράτος, αργότερα θα ανακοινωνόταν και η τοποθεσία: ο ναός του Σωτήρος θα ανεγειρόταν στα Τουρκοβούνια, ανάμεσα στο Γαλάτσι και το Ψυχικό.
"Προτού εκπνεύσει το έτος, το καθεστώς επιδόθηκε σε ένα όργιο προπαγάνδας υπέρ της οικονομικής ενίσχυσης του μελλοντικού έργου. Θερμά συγχαρητήρια έδωσε ο Παπαδόπουλος σε έναν δημόσιο υπάλληλο ο οποίος κατά τις τελευταίες ημέρες του 1968 προσέφερε για το Τάμα ολόκληρο το εφάπαξ του, ύψους 109.455 δραχμών.
Αρχές Ιανουαρίου 1969, το Τάμα αναγγέλθηκε επισήμως ύστερα από συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, στο οποίο παρευρέθηκε και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Τάμα του Έθνους ήταν, υπό κορυφαία εθνική επιτήρηση τέθηκε".
Σύμφωνα με το βιβλίο, τον Μάιο του 1969 συγκροτήθηκε ανώτατη επιτροπή με πρόεδρο τον πρωθυπουργό και μέλη τους υπουργούς Εσωτερικών (Στ. Παττακό), Συντονισμού (Ν. Μακαρέζο), Παιδείας (Θ. Παπακωνσταντίνου), Δημοσίεν Έργων (Κ. Παπαδημητρίου) κτλ
Πλάι στην επιτροπή, συστάθηκε και γνωμοδοτικό συμβούλιο σοφών, στο οποίο αρνήθηκε να συμμετάσχει ο τότε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Αμίλκας Αλιβιζάτος, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Παπαδόπουλο έγραψε:
“...η προσωπική μου αντίληψις δια το τάμα είναι απολύτως αντίθετος, εφόσον, αφενός μεν το έθνος εξεπλήρωσεν τούτο δια της ανεγέρσως εν Αθήναις του Μητροπολιτικού Νού της Ευαγγελιστρίας, αφετέρου δε ο Κύριος και ο Απόστολος Παύλος καταδικάζουν τους χειροποίητους ναούς (Πραξ. 7.48, 17.24) εξαίροντες τον αληθινόν ναόν του Θεού, ο οποίος είναι ο άνθρωπος και τον οποίον ο Απόστολος Παύλος ονομάζει Ναόν Θεού Ζώντος”.
Όπως αναφέρει το βιβλίο, ίσως ποτέ άλλοτε δεν έγινε τόσο πελώρια εκστρατεία για μία τέτοια μινιατούρα μεγάλης ιδέας.
“Πιστοί κατέθεταν τον οβολό τους. Ομοίως και τράπεζες, δημόσιες και μη. Η Αγροτική έδωσε 10 εκατ. δραχμές. Τα τετραπλάσια κατέθεσε ο Ανδρεάδης, αποσπώντας τα από δύο δικές του τράπεζες, την Ιονική και την Εμπορική. Φορείς, επαγγελματικές ενώσεις πιέζονταν, ωμά ή διακριτικά, να συνεισφέρουν.
Τυχόν αρνητική απάντηση εκαλαμβανόταν ως “θέσις κατά της εθνικής επαναστάσεως” με ό,τι μπορούσε να σημάνει αυτό το στίγμα, κατά περίπτωση. Το Τάμα λειτούργησε εν είδει ειδικής έμμεσης φορολόγησης επί του συνόλου του πληθυσμού, εξηγεί.
“Το χρήμα μαζευόταν εν αφθονία, αλλά το έργο τελούσε εν ακινησία. Κάποιες αρχικές μελέτες εγκρίθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1971, αλλά περέμεναν στα συρτάρια” συνεχίζει ο Ελευθεράτος.
"Όχι, δεν ήταν ένα νέο ιδιότυπο Γεφύρια της Άρτας. Ποτάμι της ...μάσας ήταν! Την 19η Ιανουαρίου 1974 δημοσιεύθηκαν στην Εστία τα στοιχεία του Ταμείου. Είχαν εισρεύσει συνολικά 453,3 εκατ. δραχμές. Τα 45,5 προέρχονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα 230 από δάνεια, τα υπόλοιπα από δωρεές – οικειοθελείς ή αναγκαστικές. Από τα 453,3 εκατ. δραχμές, όμως είχαν παραμείνει στο Ταμείο μόνο 47,3 εκατομμύρια.
Τα υπόλοιπα ανελήφθησαν εις τους ουρανούς ή μάλλον παρελήφθησαν από τους χουντικούς αποστόλους που έλεγχαν και επόπτευαν το όλο εγχείρημα.
Η τυπική εξήγηση ήταν για γέλια. Το εξαφανισμένο ποσό... είχε διατεθεί σε δαπάνες “μελετών”, “διοικήσεως και λειτουργίας”, απαλλοτριώσεις, “προπαρασκευαστικών έργων”. Είχαν φύγει στην προθέρμανση της ανέγερσης 406 εκατομμύρια. Ποσό ίσο με το 44,4% των άμεσων φόρων που εισπράχθηκαν από όλες τις ανώνυμες εταιρίες κατά το 1969, και οι οποίοι ανέρχονταν σε 915 εκατ. δρχ."
Στο μεταξύ, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, εν μέσω γενικής απροθυμίας των αρχιτεκτόνων, οι λίγοι πρόθυμοι έπρεπε να επιβραβευτούν: Διανεμήθηκαν λοιπόν σε επαίνους 3.650.000 δρχ. Τρεις διαγωνισμοί έγιναν από το 1970 έως το 1973, συνοικά υποβλήθηκαν 73 προτάσεις, όμως καμία δεν κρίθηκε ικανοποιητική.
Στις 26 Ιανουαρίου 1974, ΤΑ ΝΕΑ έγραφαν:
"Πάντως και οι ολιγόπιστοι θαύμασαν το γεγονός ότι με εντελώς κανονικό τρόπο αναλώθηκε ολόκληρο το τεράστιον αυτό ποσόν για ένα έργο του οποίου ακόμα δεν κατάφεραν οι υπεύθυνοι να έχουν ούτε το σχέδιο”.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο πρόεδρος του Ειδικού Ταμείου Ανεγέρσως του Ιερου Ναού του Σωτήρος Αριστείδης Σκυλίτσης (τότε δήμαρχος Πειραιά):
“έκθαμβος από τη διαπίστωση ότι είναι άδειο το ταμείου του Ταμείου, έσπευσε να ανακοινώσει προς το πανελλήνιο τον καταπληκτικό ισολογισμό του, που αποδεικνύει ότι είναι περίπου πανί με πανί και με χρέος προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων 230 εκατομμυρίων....
Αφού λεφτά δεν υπάρχουν πια, αφού ούτε καν τα σχέδια του Ναού δεν έχουν γίνει ακόμη, κι αφού κατά τη ντοκουμενταρισμένη διαβεβαίωση της Πολιτικής Ιστορίας του κ. Μαρκεζίνη, το Τάμα του Έθνους έχει ήδη εκπληρωθεί με την ανέγερση της Μητροπόλεως Αθηνών, η υπόθεση αυτή θα πρέπει να λήξει εδώ και όλοι θα φροντίσουμε να ξεχασθεί”.
Οικονομικός Ταχυδρ'ομος, 31.V.1973 |
Σύμφωνα με τον Ελευθεράτο, το Τάμα, λοιπόν, επιβεβαίωσε ένα καθεστωτικό διαχρονικό αξίωμα:
"Τα μεγάλα σκάνδαλα δεν πρέπει να τα σκαλίζεις πολύ. Ας λερωθούν από τα χώματα ένας – δυο, ας θαφτούν εν ανάγκη, αλλά μην προκύψει και καμιά χαράδρα από το πολύ σκάψιμο, διότι δεν ξέρεις τι και πόσοι θα πέσουν μέσα”.
TA NEA, 7.VIII.1974 |
TO BHMA, 30.I.1975 |
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 5/1834 |
Σχόλια