Δυο αιωνες χωρις κτηματολογιο

 




Με αφορμή την χθεσινή ανάρτηση στο Facebook του πρωτοχρονιάτικου τεύχους του “Οικονομικού Ταχυδρόμου” του 1967, στο οποίο γινόταν αναφορά για την ανάγκη δημιουργίας ελληνικού κτηματολογίου – και φυσικά το ενδιαφέρον που έδειξαν δεκάδες φίλοι για το θέμα – αναδημοσιεύω μία πολύ ενδιαφέρουσα επιστημονική ανακοίνωση του διδάκτορα Βαλκανικής Ιστορίας 
Μιχάλη Σάρρα για το Κτηματολόγιο στην Ελλάδα.

[Η ανακοίνωση (“Το ζήτημα του Κτηματολογίου την περίοδο της Μεταπολίτευσης”) έγινε στο στο 10ο Τακτικό Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, Αθήνα, 18-20 Δεκεμβρίου 2014- μία πιο σύντομη έκδοση μπορείτε να βρείτε εδώ]

Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν διαθέτει έναν ολοκληρωμένο κτηματολογικό χάρτη, κοινώς δεν διαθέτει Κτηματολόγιο”, γράφει ο Σάρρας.



Πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία Κτηματολογίου στο ελληνικό κράτος γίνεται το 1836 όταν και «Εδημοσιεύθη Διάταγμα περί κτηματολογίου». Ο νόμος εκείνος δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ένας από τους βασικότερους λόγους μη εφαρμογής του πρώτου νόμου για το Κτηματολόγιο ήταν τα συμφέροντα που εμπλέκονταν γύρω από τη διαχείριση των «εθνικών γαιών», δηλαδή των εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών περιουσιών, που είχαν περάσει «επαναστατικώ δικαίω» στην κατοχή του Ελληνικού Βασιλείου” σημειώνει.

Οι πρώην προεστοί, επισημαίνει ο Σάρρας, που αποτελούσαν πλέον τις κατά τόπους ηγετικές ομάδες του Ελληνικού Βασιλείου, γνώριζαν με σχετική ακρίβεια, πόσες ήταν και που ακριβώς βρίσκονταν, οι λεγόμενες «εθνικές γαίες», ενώ πολλοί από αυτούς ήταν αρμόδιοι για τη συλλογή φόρων

Εκμεταλλευόμενοι τις γνώσεις τους για τη χωροταξία και την έκταση των «γαιών» αλλά και τη θέση τους ως φοροεισπρακτόρων, κατάφεραν μέσα από ένα πλέγμα πολυεπίπεδων πελατειακών σχέσεων να αποκτήσουν μεγάλο μέρος της πολιτικής εξουσίας και να ελέγξουν πολιτικά τους αγρότες χειραγωγώντας τους έως ένα βαθμό, καθώς κρατούσαν δύο πολύ σημαντικά εργαλεία που τα αξιοποιούσαν κατά το δοκούν:

Πρώτον, την ικανότητά τους να συλλέγουν φόρους και κρατικά έσοδα και δεύτερον, τη γνώση τους για το ποιές ήταν και σε ποιόν ανήκαν οι «εθνικές γαίες»”, συνεχίζει. Έτσι αναπτύχθηκε ένα πολυδαίδαλο σύστημα πελατειακών σχέσεων γύρω από την τύχη των «εθνικών γαιών», οι οποίες αποτελούσαν δημόσια περιουσία, αλλά και των φόρων που συνδέονταν με την έκταση των κτημάτων και την αγροτική παραγωγή.



Η έλλειψη λεπτομερούς καταγραφής της δημόσιας περιουσίας, δηλαδή η έλλειψη Κτηματολογίου,αποτέλεσε το κατάλληλο πλαίσιο για τη δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος που χαρακτηριζόταν από συνεχείς καταπατήσεις δημόσιας περιουσίας και συνεχείς νομιμοποιήσεις των καταπατηθέντων κτημάτων μέσω των πελατειακών σχέσεων” τονίζει ο Σάρρας.

Ο διδάκτορας επικαλείται τον Α. Σίδερη, καθηγητή της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής, ο οποίος το 1934 έλεγε: «Ενώ ηδύνατο το κράτος να καταστρώση κτηματολόγιον στηριζόμενον επί του Τουρκικού, όμως ουδέν έπραξε. Σύνταξις κτηματολογίου και εκκαθάρισις των περιουσιών επί τη βάσει του εν Κωνσταντινουπόλει τηρουμένου γενικού κτηματολογίου, ως προέτεινεν ο Thiersh αντεστρατεύετο εις τα συμφέροντα ισχυρών καταπατητών των εθνικών γαιών”.

Σύμφωνα με τον Σάρρα, η επόμενη προσπάθεια για την κατάρτιση Κτηματολογίου γίνεται από τον Χ. Τρικούπη το 1888, όταν έχει ήδη προχωρήσει η διανομή των «εθνικών γαιών» και έχουν ήδη καταπατηθεί μεγάλες εκτάσεις, σε μάλλον ανεκτίμητο βαθμό, με το νομοσχέδιο «περί συστάσεως τμήματος χαρτογραφίας παρά τῷ ῾Υπουργείῳ Στρατιωτικῶν ἐπί τῇ προόψει τῆς συντάξεως του Γενικοῠ Κτηματολογίου τοῠ Κράτους».

Οι προσπάθειες της Κυβέρνησης του Χ. Τρικούπη φαίνεται ότι ήταν αρκετά επίμονες, αφού ζήτησε τη βοήθεια του Γεωγραφικού Ινστιτούτου της Βιέννης για την οργάνωση των τμημάτων Χαρτογραφίας και Κτηματολογίου της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Η αυστριακή αποστολή εξετέλεσε πράγματι το προκαταρκτικό μέρος του Κτηματολογίου. Μολαταύτα, το ζήτημα της λεπτομερούς ολοκλήρωσης του Κτηματολογίου δεν προχωρούσε, αν και η Κυβέρνηση Ζαΐμη το 1898 προσπάθησε να εισαγάγει το Κτηματολόγιο στις σταφιδοπαραγωγές περιοχές της Πελοποννήσου προκειμένου να ενισχυθεί η κτηματική πίστωση” σημειώνει.

Έως το κίνημα του 1909 και την άνοδο του Βενιζέλου, γράφει ο Σάρρας, ουδεμία προσπάθεια εισαγωγής του Κτηματολογίου έλαβε χώρα. Το 1910 ψηφίστηκε νόμος “περί κτηματικού χάρτου και οροθεσίας των ακινήτων κτημάτων”, όμως η κτηματογράφηση δεν ολοκληρώθηκε. “Το 1917 με την ίδρυση του Υπουργείου Γεωργίας, ιδρύονται Τοπογραφικές Υπηρεσίες υπαγόμενες στο ίδιο Υπουργείο, που έχουν στόχο την κτηματογράφηση των νέων περιοχών που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος, με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου” σημειώνει.

Το 1923 ιδρύεται το «Εἰδικόν Ταμείον Κτηματολογίου» με σκοπό την ταχύτερη προώθησή του. Βέβαια παρά την καλύτερη οργάνωση των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών, οι μουσουλμανικές περιουσίες της Μακεδονίας-Θράκης και της Ηπείρου, δεν κτηματογραφήθηκαν με ακρίβεια, καίτοι η γεωργική αποκατάσταση των προσφύγων και των ακτημόνων γεωργών ήταν επιτυχημένη” επισημαίνει ο διδάκτορας.

Και στην περίπτωση των «Νέων Χωρών» δεν έλειψαν οι αυθαιρεσίες, οι καταπατήσεις και η πολιτική συνδιαλλαγή για τη νομιμοποίηση παράνομων ενεργειών. Μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου οποιαδήποτε προσπάθεια για τη δημιουργία και την ουσιαστική εφαρμογή τόσο του αγροτικού όσο και του αστικού Κτηματολογίου, έμενε ανεφάρμοστη” επισημαίνει ο Σάρρας, ο οποίος επικαλείται την μαρτυρία του προϊσταμένου της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας Γ. Ξένου, ο οποίος το 1935 είπε:

Ατυχώς η Ελλάς αγνοεί εισέτι πόσαι είναι αι καλλιεργήσιμοι εκτάσεις αυτής ή αν εν γένει εκμεταλλεύσιμοι εκτάσεις της εις ιδιωτικήν ιδιοκτησίαν, κοινοτικήν, εθνικήν, εκκλησιαστικήν κτλ”.



Μεταπολεμικά και έως το 1967, μόνο αποσπασματικές ενέργειες γίνονται χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα και «καμία πρόοδος δεν επιτελείται στο τομέα της θεσμοθέτησης και προώθησης της σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου». Η δικτατορία των Συνταγματαρχών «αποφασίζει να προωθήσει και αυτή το Εθνικό Κτηματολόγιο αλλά με αντιεπιστημονικές μεθόδους και πρακτικές», χωρίς φυσικά κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, επισημαίνει ο Σάρρας.

Μάλιστα – όπως λέει - ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος δήλωνε το 1968: «Θα αρχίσωμεν επί τέλους τας εργασίας διά την σύνταξιν καί εις την Ελλάδα αγροτικού και αστικού κτηματολογίου. Ίσως δέν θα πρέπει νά είπω τίποτε περισσότερον επ’ αυτού, διότι διαφορετικά θά ώφειλα νά προτάξω την λέξιν εντροπή».

Στα σαράντα χρόνια που μεσολάβησαν από την πτώση της δικτατορίας οι προσπάθειες για τη δημιουργία του Κτηματολογίου ήσαν πολλές και συχνά επίμονες αλλά πάντοτε είχαν άδοξο τέλος” συνεχίζει ο διδάκτορας.

Από τους πρώτους κιόλας μήνες της Μεταπολίτευσης, το 1974, ο τότε Υπουργός Δημοσίων έργων στην υπηρεσιακή Κυβέρνηση, ενέκρινε πίστωση 10 εκατομμυρίων δραχμών και ανέθεσε στο Πολυτεχνείο τη μελέτη του Κτηματολογίου.

Μια προσπάθεια που πριν να καν ξεκινήσει δεν τελεσφόρησε, καθώς η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 17 Νοέμβρη (1974) δεν προχώρησε το ζήτημα.

Το 1976 ψηφίζεται ο νόμος 248 για το δασικό Κτηματολόγιο και ένα χρόνο αργότερα με παρέμβαση της τότε Ε.Ο.Κ. δημοσιεύεται ο νόμος 684 για το αμπελουργικό κτηματολόγιο” σημειώνει.

Στις εκλογές ορόσημο του Οκτώβρη του 1981, ο ίδιος ο αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ανδρέας Παπανδρέου, στην τελευταία προεκλογική του ομιλία στην Αθήνα, δήλωνε: «μέχρι τώρα χωροτακτούσαν οι κερδοσκόποι και πολεοδομούσαν οι οικοπεδοφάγοι», δίνοντας με αυτόν τον τρόπο έμφαση στις νέες πολιτικές μεταρρύθμισης που σκόπευε να ακολουθήσει” γράφει ο Σάρρας.

Τον Απρίλιο του 1982, ο τότε Υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (1981-84) Αντώνης Τρίτσης ξεκινάει τις διαδικασίες για τη δημιουργία του Κτηματολογίου. Απόρροια αυτής της εργασίας θα αποτελέσει ο νόμος 1647 (1986) με τον οποίο δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων (Ο.Κ.Χ.Ε). Είχε προηγηθεί το 1985 η θέσπιση του ρυθμιστικού σχεδίου Αθηνών και Θεσσαλονίκης και η αιφνίδια μετακίνηση του Α. Τρίτση (1984) σε άλλο Υπουργείο, καθώς και σχετικές δηλώσεις του, όπως: «φοβούμαι ότι δεν θα με αφήσουν να ολοκληρώσω το έργο» εννοώντας το Κτηματολόγιο.

Έκτοτε τίποτα το ουσιαστικό δεν θα γίνει μέχρι το 1994-5, όταν το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) ενέταξε τη δημιουργία του Κτηματολογίου στο 2ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και το συνέδεσε με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της χώρας” επισημαίνει.

(Τη συνέχεια έκτοτε την ξέρουμε)

Το κόστος της έλλειψης του Κτηματολογίου που θα μείωνε δραστικά παρόμοιες συμπεριφορές, είναι ανυπολόγιστο τόσο σε όρους οικονομικούς όσο και σε όρους πολιτικούς, κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και πολιτιστικούς. Αρκεί μονάχα να σκεφτούμε τις άναρχες επεκτάσεις των πόλεων και την αυθαίρετη δόμηση σε όλη τη χώρα, καθώς κάθε οικόπεδο είναι εν δυνάμει οικοδομήσιμο, προκειμένου να αντιληφθούμε το μέγεθος της αυθαιρεσίας και τις συνέπειές της στον ορθολογικό αστικό σχεδιασμό και στην περιβαλλοντική υποβάθμιση” εξηγεί ο Σάρρας.

Η βασική μας υπόθεση είναι ότι συγκεκριμένες «ομάδες πίεσης», ασκούν την επιρροή τους στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και στη Νομοθετική εξουσία, προκειμένου είτε να μην προχωρά αποφασιστικά η εκτέλεση του Κτηματολογίου, παρά τους Νόμους που έχουν ψηφιστεί, είτε να προχωρά το έργο χωρίς όμως να θίγει τις διεκδικήσεις τους επί εκτάσεων, με ασαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς, πράγμα που μεσοπρόθεσμα υπονομεύει το έργο” συμπεραίνει. 

Σχόλια