Στη μεγαλη του γενους σχολη
Δέκα χρόνια πριν, νέος συντάκτης - έμμισθος από την πρώτη στιγμή, προς τιμήν του Οργανισμού - ξεκινούσα φτου και από την αρχή ως “εφημεριδάς” στον ΔΟΛ, μετά τα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα στο ραδιόφωνο του 88μισο της Θεσσαλονίκης, στον Μύλο.
Ήταν στην κυριολεξία όλα καινούρια. Ναι μεν η εμπειρία της άνεσης (λόγω του σφυρηλατημένου μέρα - μέρα θράσους) του live, δημοσίου, ραδιοφωνικού λόγου βοηθούσε, ωστόσο η εφημερίδα δεν έπαυε να είναι μια άλλη δουλειά: Ο "εφημερίδας" έβγαζε (και ακόμη βγάζει) ειδήσεις.
Γολγοθάς. Μόνος σε έναν 'αγνωστο ωκεανό. Χωρίς πηγές. Με μόνο σωσίβιο την εργατικότητα, το ήθος και φυσικά την εγρήγορση - που είναι το 70% του επαγγέλματος. Και εξαιρετικούς συναδέλφους που μου στάθηκαν από την πρώτη στιγμή και τους οποίους θεωρώ κάτι σαν οικογένεια.
(Αλλά και την παλιά, διαχρονικότατη συμβουλή του Κέντρου Εκπαίδευσης Πυροβολικού της Θήβας: "Βλέπε, άκου, σώπα").
Αναπληρωτής διευθυντής ήταν ο Χρήστος Μεμής, που ήταν και ο άνθρωπος που με εμπιστεύτηκε και μου είπε το "ξεκινάμε αύριο".
(Ξεφύλισε το portfolio των δημοσιεύσεων στα τοπικά μέσα της Θεσσαλονίκης. Είχε στρατιές να γράφουν εναλλακτικά «κείμενα πόλης» και ήθελε "σκληρές ειδήσεις από την κοινωνία και την αγορά". Κάπου εκεί του απάντησα ότι δούλευα για χρόνια στη νύχτα, χάρηκε και τα βρήκαμε – κάπως έτσι προέκυψαν και τα ατελείωτα ρεπορτάζ για το έγκλημα, τα ναρκωτικά και την πορνεία στο κέντρο της Αθήνας. Ως DJ - και για λίγο αιθουσάρχης - ήμουν «ειδικός»).
Σε όλα αυτά τα χρόνια, με τον Σταύρο Ψυχάρη συνομίλησα συνολικά τέσσερις - πέντε φορές στην σχεδόν δεκαετία που δούλεψα εκεί.
(Η πρώτη φορά ήταν το καλοκαίρι του 2009, όταν με κάλεσε για να μου ανακοινώσει ότι μπαίνω στο μισθολόγιο. Τότε, έχοντας ανα χείρας το βιογραφικό μου, μου έδωσε μία συμβουλή: "Στην δημοσιογραφία, ό,τι και αν κάνεις, κανείς ποτέ δεν θα σου πει ευχαριστώ". Μεγάλη κουβέντα. Κάθε μέρα είναι μία κανούρια μέρα. Δουλειά - μαρμότα).
Το σύστημα δούλευε ρολόι εν είδει δύο παράλληλων κύκλων, καθώς η ίδια συντακτική ομάδα κάλυπτε τις συνεχείς και πιεστικότατες ανάγκες τόσο της ημερήσιας – και αργότερα ιντερνετικής- έκδοσης όσο και του Κυριακάτικου φύλου, που ήταν και το Flagship του ελληνικού τύπου εν γένει, με διεθνή εμβέλεια.
Και τι συντακτική ομάδα! Όλων των αποχρώσεων, πολυσυλλεκτική!
Στη συνέχεια, βέβαια, πέθανε ο ΧΔΛ, ήρθε η κρίση, έκλεισε το ημερήσιο, απολύθηκε κόσμος, έγιναν ευρύτερες ανακατατάξεις. Όμως το πνεύμα της δημοσιογραφικής εργασίας δεν άλλαξε.
Μία δεκαετία στον ΔΟΛ, σε αυτή τη Μεγάλη του Έθνους σχολή, έγραψα κοντά 2.700 ρεπορτάζ και κάποια άρθρα γνώμης.
Δέκα χρόνια, η μόνη αμφισβήτηση που μπορεί να αντιμετώπιζα συνδεόταν με την δική μου ικανότητα τεκμηρίωσης του προτεινομένου θέματος - εάν το θέμα ήταν χοντρό, αλλά δεν υπήρχε "χαρτί", δηλαδή ντοκουμέντο.
Σε δέκα χρόνια, μου κόπηκαν σοβαρά θέματα ούτε δέκα φορές (δυο - τρία σίγουρα δεν έπρεπε να κοπούν, όμως τα δημοσίευσα αλλού με τη γνωστή βλάχικη επιμονή).
Πρακτικά - και βαθμιαία - με άφηναν να κάνω ό,τι θέλω, όπως θέλω, οπότε θέλω, χωρίς δεσμεύσεις και αστερίσκους.
(Μέχρι κι εταιρία στην οποία συμμετείχε ο ΔΟΛ είχα σεντράρει - εν αγνοία μου).
Βέβαια, δεν γίνονταν όλα αυτόματα. Και διεκδίκηση ήθελε, και μουρμούρα, και υπεράσπιση του θέματος. Τίποτε δεν έρχεται αβρόχοις ποσίν στη ζωή.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον όποιος θέλει να μάθει, μαθαίνει. Και μαθαίνει να είναι αυτό που ο μύθος του επαγγέλματος επιτάσσει: Η τέταρτη εξουσία, δηλαδή τα αυτιά και τα μάτια του αναγνώστη στους σκοτεινούς θαλάμους της εξουσίας.
Υπάρχει μια τεράστια παρεξήγηση για το δημοσιογραφικό επάγγελμα, που προκλήθηκε λόγω του λαϊκισμού και της στρατευμένης δημοσιογραφίας (δεξιάς τε και αριστεράς).
Σαφώς και ο δημοσιογράφος θα αναδείξει τα κακώς κείμενα και θα επισημάνει την αδικία. Όμως κρατάει σφυρίχτρα. Δεν είναι ούτε μπάτσος ούτε εισαγγελέας. Και κυρίως ούτε δικαστής.
Ο δημοσιογράφος είναι αγγελιοφόρος. Φέρνει την είδηση - το πως δεν έχει κανένα νόημα να συζητείται ούτε νοιάζει τον αναγνώστη.
Εάν έχει επίγνωση της δύναμής του (μίας δύναμης που αντλεί από τους αναγνώστες τους και από κανέναν άλλον), ο δημοσιογράφος συνδιαμορφώνει (ή χαλάει) την ατζέντα.
Η δημοσιογραφία είναι δουλειά ιεραποστολική, σχεδόν εμμονική. Δεν είναι μια νορμάλ δουλειά. Και πιστέψτε με. Δεν μπορεί να την κάνει ο καθένας. Αλλά και σίγουρα δεν είναι καθόλου λίγοι αυτοί που την κάνουν σωστά. Απλά οι υπογραφές χάνονται στο «κοπι-παστε» του διαδικτύου και των αναπαραγωγών από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Να το ξέρετε: Όταν βγαίνουν ειδησάρες, είναι γιατί ένας συνάδελφος υπερέβη τα κοινώς εννοούμενα ανθρώπινα όρια κι εαυτόν και έφερε από τους σκοτεινούς θαλάμους της εμπιστευτικότητας, ένα στιγμιότυπο αλήθειας.
(Δεν υπάρχει το αφοριστικό "εγώ τα διαβάζω στο ίντερνετ". Πρωτογενή δημοσιογραφική εργασία κάνουν καθημερινά λίγες δεκάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα, η δουλειά των οποίων απλά αναπαράγεται καθολικά).
Γι’αυτό και ο Μάγερ έγραφε ότι «η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης».
Το (Ελεύθερον) Βήμα και τα αδελφά του έντυπα - Τα (Αθηναϊκά) Νέα, ο Οικονομικός Ταχυδρόμος παλιότερα και τα παράγωγά τους - μέχρι σήμερα κινούνταν εν πολλοίς (με αυτονόητες και συχνά παρεξηγήσιμες παρεκκλίσεις) στον οικείο Βενιζελικό άξονα ιδεών.
Με κύριο βέβαια χαρακτηριστικό τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και τις προοδευτικές απόψεις. Αλλά και την σοβαρότητα, την προώθηση του πολιτισμού, των τεχνών και των γραμμάτων. Και φυσικά την αρθρογραφία και πάνω από όλα το ρεπορτάζ.
Το Συγκρότημα δημιουργήθηκε την εποχή της μεγαλύτερης κρίσης της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού έθνους, το 1922. Θα ήταν παράδοξο να έκλεινε τον κύκλο του σε μία περίοδο ευμάρειας. Ο κύκλος (φαίνεται να) κλείνει σε μία περίοδο πολλαπλών κρίσεων για τη χώρα και τον κόσμο, αλλά και υπαρξιακής κρίσης του ιστορικού, πολιτικού χώρου τον οποίον εν πολλοίς εξέφραζε.
Οι μάρκες του συγκροτήματος είναι εμπορικά ισχυρές και ίσως βρουν τον δρόμο τους στην εκκαθάριση.
Το Ιστορικό Αρχείο του ΔΟΛ θα πρέπει να διαφυλαχθεί ως κιβωτός διότι περιέχει λεπτομερώς, μέρα – μέρα, όλο το χρονικό του 20ου αιώνα. Εάν δεν ενδιαφερθεί η αγορά - που δεν το νομίζω - ίσως θα πρέπει να κινητοποιηθεί η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, που είναι και ο θεματοφύλακας της συλλογικής μνήμης της χώρας.
Αφήνω για το τέλος τους συναδέλφους με τους οποίους ήταν τιμή μου να συνεργαστώ.
Δεκάδες εξαιρετικοί επαγγελματίες που κράτησαν ψηλά τον πήχη μέχρι την τελευταία στιγμή, απλήρωτοι υπό αντίξοες συνθήκες. Ρεπόρτερ με τους οποίους απλά δεν ήθελες να μπλέξεις. Συντάκτες ύλης που απογείωναν την παρουσίαση του ρεπορτάζ. Συνάδελφοι που αργούσαν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους γιατί περίμεναν υπομονετικά από σένα να τελειώσεις το θέμα για να στείλουν την σελίδα στο τυπογραφείο. Αλλά και στελέχη που σε έριχναν στα βαθιά και σε βοηθούσαν να αναδειχθείς. Δεν το κρύβω ότι τους σκέφτομαι καθημερινά καιρό τώρα.
Αυτή η ομάδα είναι η ιστορική παρακαταθήκη του Συγκροτήματος. Και θα είναι κέρδος για την κοινωνία και την οικονομία να έχει συνέχεια. Η αγορά θα δείξει, εάν - και με ποιους όρους και προϋποθέσεις - αυτό θα είναι εφικτό.
Άλλωστε, όπως μαρτυρά και το πρώτο φύλλο του Ελευθέρου Βήματος (6.ΙΙ.1922), η αποστολή του Τύπου είναι "πολύ δυσχερεστέρα", καθώς "το θάρρος του... οφείλει πάντοτε να είναι ανάλογον προς τας μεγάλας ευθύνας"..
Σχόλια