Ο παππους μας Αλκιβιαδης Καριζωνης




Σήμερα γίνεται 96. Είναι ο παππούς μας Άλκης Καριζώνης. Γεννήθηκε στη Μικρόπολη της Δράμας το 1925.

Ο πατέρας του, Γεώργιος Καριζώνης ήταν αξιωματικός της Βασιλικής Χώροφυλακής από την Μάνη με καταγωγή από οικογένεια που συμμετείχε στην Επανάσταση του '21 (εντοπίσαμε τον μακρινό μας αυτόν πρόγονο και παππού σε ευθεία γραμμή, τον Καριζιώνη Καριζιωνάκο σε έναν βιβλίο για τα μετάλλια που μοίρασε αργότερα ο Οθωνας στους επαναστάτες).

Υπηρετώντας στο Δ' ΣΣ βρέθηκε "φιλοξενούμενος" του Κάιζερ στο Γκαίρλιτς έπειτα από την ασύλληπτη απόφαση της Κωνσταντινικής κυβέρνησης να παραδώσει ολόκληρο το Σώμα στους Γερμανούς και ουσιαστικά την Ανατολική Μακεδονία στους Βουλγάρους. 

Μετά την Καταστροφή του '22 βρέθηκε να υπηρετεί στις νέες χώρες, στη Μικρόπολη Δράμας. Εκεί γνώρισε την προγιαγιά μας την Κατερίνα, που έγραφε ποιήματα στα κρυφά για να μην το μάθει ο άντρας της. Έκαναν πολλά παιδιά. Ο παππούς μας ήταν ο δευτερότοκος. 

Άνθρωπος λακωνικός, αυστηρός και λιγομίλητος έφτασε να γίνει κοινοτάρχης. Τα μεσοπολεμικά χρόνια στη Μικρόπολη ήταν ανέμελα, μας διηγείται ο παππούς.

Με την συνθηκολογηση της Ελλάδας κατέβηκαν κύριοι οι Βούλγαροι και ξεκίνησαν να εφαρμόζουν πολιτική εκβουλγαρισμού στη ζώνη Κατοχής της ΑΜΘ με φυσική εξόντωση της τοπικής ηγεσίας. Πήρε την οικογένεια άρον άρον και έφυγαν στη Θεσσαλονίκη, όπου έπεσαν στη μεγάλη πείνα, από την οποία πέθαναν ο προπαππους και η προγιαγιά. 

Τα παιδιά σκόρπισαν σε ορφανοτροφεία και συσσίτια. Χωρίς πόρους βρέθηκαν υπό την απειλή της έξωσης καθώς δεν είχαν χρήματα για το ενοίκιο. Στην εκδίκαση των μέτρων που τους έκανε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο παππούς ως ο μεγαλύτερος εκ των αδελφών πήρε τον λόγο, εξήγησε την κατάσταση και ζήτησε οίκτο. Ο δικαστής τα έχασε και ζήτησε από το ακροατήριο να γίνει έρανος για να πληρωθουν κάπως τα ενοίκια. Δικηγόροι και απλός κόσμος που περίμεναν τη σειρά τους για το δικαστήριο, έδωσαν τον οβολό τους κι έτσι γλύτωσαν την έξωση.

Η πείνα και η τρομερή θλίψη αυτών των εμπειριών τον έκαναν αποφασισμένο για οτιδήποτε. Πάνω στην ώρα γνώρισε τον άλλο προπαππού μας, τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, τον Θρακιώτη πρόσφυγα, τσαγκάρη και κομμουνιστή. Και αυτός είχε αναγκαστεί να φύγει άρον άρον με την οικογένεια από την Κομοτηνή, όταν είχε τσακώσει την τοπική αχτίδα του ΚΚΕ να κλέβει. Τους κατήγγειλε στο κόμμα, όμως από κατήγορος βρέθηκε κατήγορούμενος όταν ξύπνησε μια μέρα το 1933 και διάβασε στον Ριζοσπάστη έναν λίβελο εναντίον του που συνοδευόταν και από φωτογραφία του, σε ένα δημοσίευμα που τον χαρακτήριζε ανοιχτά ρουφιάνο της ασφάλειας (μάλιστα έπαθε νεκροφάνεια από τον καημό του). Έτσι, ο προπάππους εκτεθηκε και γνώρισε όλη την "αβροτητα" της κρατικής ασφάλειας και επί 4ης Αυγούστου έφυγε για τη Σαλονίκη (έφαγε εξορίες και ξύλο αργότερα, που του χαντακωσαν την υγεία και πέθανε νέος). 

Το τσαγκάρικό του στην οδό Κασσάνδρου ήταν το σημείο όπου ο παππούς μας γνώρισε τους ανθρώπους που τον μυήσαν στην Αντίσταση. Μικρό παιδί ήταν όταν τον έβαλαν στην ΟΠΛΑ, του έδωσαν ένα πιστόλι και πήγε κι εκτέλεσε έναν εστιάτορα στον Βαρδάρη που είχε ανοιχτά παρτίδες με τους Ναζί. Η ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης είχε απόλυτη επίγνωση ότι τα αντίποινα για κάθε νεκρό Γερμανό ήταν 1:50 κι έτσι προτιμουσε συνεργάτες και ταγματασφαλίτες (σε αντίθεση με την Αθήνα, όπου ήταν κρατικά όργανα, στη Θεσσαλονίκη τα τάγματα ασφαλείας ήταν άτυπα ΣΔΙΤ των Γερμανών κυρίως με ανθρώπους του υποκόσμου). Τη μέρα δούλευε στο ΣΕΔΕΣ, στα έργα που έκαναν οι Γερμανοί στο αεροδρόμιο. Πήγαιναν με το Τραμ έως το Ντεπω και μετά με τα πόδια έως το ΣΕΔΕΣ. 

Χρειάστηκαν να περάσουν πάρα πολλά χρόνια ώστε να πείσω τον παππού μας να μην πάρει αυτές τις ιστορίες μαζί του. Ευτυχώς με άκουσε. Μια σειρά από ντοκιμαντέρ και βιβλία για την κατοχικη Θεσσαλονίκη της τελευταίας δεκαετίας φιλοξενούν πια τις μαρτυρίες του, αποτελώντας πηγή για τους ερευνητές και τους ιστορικούς στο μέλλον. 

Τρομερή η εμπειρία της ΟΠΛΑ για τον παππού. Η μυστική της συγκρότηση έκανε αδύνατον το να ξέρεις ποιον έχεις δίπλα σου - όλοι λειτουργούσαν με παρατσούκλια. Ο βαθμός επικινδυνότητας ήταν απίστευτος. Και οι απώλειες μεγάλες. Κάποια στιγμή η Γκεστάπο άρχισε να τον κυνηγάει. Έτσι βγήκε στην ύπαιθρο. Αργότερα σε μια αποτυχημένη ενέδρα στον Λαγκαδά δέχθηκε έξι σφαίρες από Βουλγαρικό άγημα. Τον έσωσε αιμόφυρτο ένας γίγαντας από το όρος Αδάμ που τον πήρε στους ώμους και τον οδήγησε σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο του ΕΑΜ όπου χαροπάλευε για καιρό. Τελικά γλύτωσε.

Στο τσαγκάρικο της οδού Κασσάνδρου δεν μυήθηκε μόνο στην ΟΠΛΑ. Αλλα και γνώρισε τη γιαγιά μας τη Μαλαματή, την κόρη του Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, με την οποία συνεχίζει να είναι μαζί από την Κατοχή μέχρι και σήμερα. Θηρίο η γιαγιά, περνούσε ως μαθήτρια από τα γερμανικά μπλόκα κρύβοντας όπλα στην τσάντα. Είναι μαζί 76-77 χρόνια!

Από το τσαγκάρικο αυτό έφευγε με τα πόδια περπατώντας για τα χωριά της Χαλκιδικής και η καλή μας η προγιαγιά η Παγώνα - η γυναίκα του Κωνσταντίνου - η οποία αντάλλασσε παπούτσια με τρόφιμα. Και κάπως έτσι δεν πέθαναν από την πείνα στην κατοχή. Πρόσφυγας από τις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης η Παγώνα ήταν άνθρωπος ζεστός και στοργικός - την πρόλαβα μέχρι 10-11 χρόνων. Καπνεργάτρια, εβγαλε το δημοτικό στα 40, πίστη παλαιοημερολογίτισσα, βαφτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό καμία 10αρια φορές και ψηφιζε ΚΚΕ μέχρι τέλους. Με τις φιλενάδες της έλεγε τα μυστικά στα τουρκικά. Και μέχρι τα βαθιά γεράματα πήγαινε το ταψί στον φούρνο της Αγίου Νικολάου για ψηστικό. 

Μετά τον πόλεμο ο παππούς μας σπούδασε Νομική - στη φάση της Λευκής Τρομοκρατίας τον σακάτεψαν στο ξύλο Χίτες. Εργάστηκε ως μαχόμενος δικηγόρος για τέσσερις δεκαετίες. Στην αρχή τσάτσος της ασφάλειας έδιωχνε με συνέπεια την πελατεία κάτω από το γραφείο γιατί ήταν σταμπαρισμένος ως κομμουνιστής - στο μεταξύ το τελευταίο πράγμα που ήταν ο παππούς ήταν κομμουνιστής, ένας σκληρός πατριώτης που βρέθηκε στην αντίσταση, ήταν - και αναγκαζόταν να κυνηγάει υποθέσεις στα χωριά. Στη συνέχεια τα πράγματα βελτιώθηκαν.

Γεννήθηκε η μάνα μας η Κατερίνα Καριζώνη, έφυγαν από το σπίτι στο οποίο μοιράζονταν μπάνιο και κουζίνα με άλλη οικογένεια, έπιασαν ένα μεγαλύτερο και στη συνέχεια αγόρασαν το δικό τους στην οδό Κασσάνδρου με θέα την Αίγλη και τον Άγιο Δημήτριο.

Στη μεταπολίτευση κάπως βρέθηκε να έχει νοικιάσει τη λίμνη Βόλβη (Εξ ου και το κάρμα μας με το Ας Περιμένουν οι γυναίκες) για την εκμετάλλευση των ψαριών της, αλλά έπεσε έξω. Πολιτεύθηκε με την ΕΔΑ και κατεβηκε με το ψηφοδέλτιο όπου ήταν επικεφαλής ο Μανώλης Αναγνωστάκης. Κατά καιρούς έγραφε για την φιλοσοφία του Δικαίου στον "Αρμενόπουλο". Το 1990 πήρε σύνταξη κι έκλεισε το δικηγορικό γραφείο που είχε πίσω από τα Λουλουδάδικα. Μαζί με τη γιαγιά μας μεγάλωσανε παιδί, εγγόνια και δισέγγονα. 

Εκτότε ζει και βασιλεύει, διαυγής και πνεύμα ανήσυχο- αν και πλέον δυσκολεύεται λόγω υγείας. Και παραμένει λακωνικός, λιτός και λιγομίλητος σαν τον πατέρα του. Μιλήσαμε πριν στο τηλέφωνο. Και του έλεγα να μην χολοσκάει γιατί έχει την μοναδική πολυτέλεια να μην τον νοιάζει ο χρόνος. 

Αυτή η γενιά πήρε μια φτωχή Ελλάδα - μια διαλυμένη και τσακισμένη χώρα - την έβαλε στην Ευρώπη, έφερε τη δημοκρατία και την ισονομία, αποταμίευσε, άφησε σπίτια και περιουσίες κι έκανε εφικτή την κοινωνική κινητικότητα. 

Να τους θυμόμαστε, να τους τιμούμε και να τους μοιάσουμε - κι εμείς και οι επόμενοι. Νυν και αεί.

Σχόλια