True story: Bacalao con alioli και Ανδαλουσια όπως Χαλκιδικη



Καλοκαίρι 1998, Ανδαλουσία. Περιφερειακό συγκρότημα της Μάλαγα, επαρχία της Αντεκέρα, χωρίον Μογίνα. Εννέα τραπεζικά καταστήματα και τρεις ντισκοτέκ (η μία εκ των οποίων διακοσμημένη με εκατοντάδες κουτιά μάλμπουρο) μετρούσε το χωριό. 

Κεφαλοχώρι 5.000 ψυχών, ξακουστό για το λάδι του και το παγκόσμιας κλάσης κρασί του.

Το ταξίδι ξεθέωμα. Χαράματα αεροπλάνο από τη Θεσσαλονίκη για Ρώμη. Από εκεί ανταπόκριση για το Barajas της Μαδρίτης (Barajas στα ισπανικά σημαίνει και τράπουλα - πάντα αναρωτιόμουν γιατί). Από Μαδρίτη με αεροπλάνο στη Μάλαγα. Και από εκεί ταξί για τον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων . 

Για λίγο χάνεται το τελευταίο δρομολόγιο για την Μογίνα. Γίνονται οι απαραίτητες τηλεφωνικές συνεννοήσεις μέσω τηλεφώνου με κέρμα και ίσα-ίσα προλαβαίνω το τελευταίο λεωφορείο για την Αντεκέρα - μια μικρή, όμορφη πόλη της Ανδαλουσίας. Οι συναλλαγές είναι εύκολες: 2 δρχ = 1 πετσέτα, κλειδωμένη ισοτιμία εν όψει κοινού νομίσματος. 

Πλησιάζει 10 το βράδυ τοπική - στο πόδι ο υπογράφων από τις 6 το πρωί - και ο ήλιος σιγά-σιγά δύει. Η Ισπανία θα έπρεπε να είναι στη ώρα Γκρίνουιτς αλλά είναι στο +1 ακολουθώντας την ηπειρωτική Ευρώπη, που οφείλεται σε ένα ελεεινό χατίρι που έκανε ο Φράνκο στον Χιτλερ εφαρμόζοντας ώρα Βερολίνου, στην πάλαι ποτέ θαλασσοκράτειρα και αυτοκρατορία. 

Στο λεωφορείο, ζαλισμένος από την κούραση. Ο Ανδαλουσιανός κάμπος είναι τρομακτικά οικείος. Θυμίζει τις εικόνες που βλέπεις στην ελληνική ύπαιθρο. Ελιές, αμπέλια, θερμοκηπια, πατέντες και παρατημένα οχήματα - αγροτικά, επιβατικά και λεωφορεία. Παντού μυρίζει μούργα και ελαιοτριβείο.

Ξαναβλεπεις τις στρουμπουλές κυρίες γύρω στα 60, με τα καλοκαιρινά φουστάνια (καρμπόν με τις δικές μας που τις πετυχαίνεις στα ΚΤΕΛ), που κρατάνε τα εγγόνια τους και τα μαθαίνουν να βουτάνε το ψωμί στο λάδι και να τρώνε λαδερά που λερωνουν τα τραπεζομάντηλα. 

Μιλάνε θορυβωδώς. Η φωνητική της Ισπανικής ταιριάζει με την ελληνική σαν να βγήκαν από την ίδια μάνα - δωσ'του φωνήεν, γεμάτα χι και θήτα, μελόδραμα και θεατρικότητα. "Μα που είμαι; Στα Ψακούδια; Στον Πολύγυρο; Στην Επανομη;" αναρωτιέμαι. Στην κυριολεξία σοκ από την ομοιότητα. 

Αφιξη στην Αντεκέρα. Αναμονή στο ισπανικό καφενείο - μεζετζίδικο, που το κρατάει ένας κύριος με μουστάκι και άσπρο πουκάμισο, γύρω στα 50. Έξω η γνωστή πλαστική καρέκλα, το ελαφρύ μεταλλικό τραπεζάκι, μπυριτσα με μεζέ ελιά. Όπως ο Βολιώτης σου βγάζει ό,τι έχει με το τσιπουράκι, έτσι και ο Ισπανός σου βγάζει ό,τι έχει με την μπυρίτσα σου. 

Άφιξη τελικά του οδηγού που ήρθε να με μαζέψει. Προορισμός το κέντρο νεολαίας της Μογίνα, μια τεράστια εγκατάσταση του ισπανικού ινστιτούτου Νεολαίας που θα φιλοξενούσε για τον επόμενο μήνα εκπροσώπους νεολαιών από όλη την Ευρώπη - και για μια εβδομάδα από όλη τη λατινική Αμερική. Κοινός παρανομαστής όλων η Ισπανοφωνία, σε μια άσκηση πολιτιστικής διπλωματίας ήπιας ισχύος. Έτσι κάνουν οι σοβαρές χώρες - παρεμπιπτόντως ο επισπεύδων ήταν το ισπανικό Υπουργείο Εργασίας. 

Εκεί εκπροσωπούσα το κέντρο νεολαίας της Καλαμαριάς - όχι δεν διάβασα προκήρυξη μετά το γεύμα ως νεολαίος τότε. Ως αρχάριος ισπανόφωνος, όμως, πήρα απαλλαγή από τα μαθήματα ισπανικών και έκανα ημιδιακοπές δαπάναις του Ισπανού φορολογουμένου, ασχολούμενος παράλληλα με τις δραστηριότητες του κέντρου. 

Ήταν μία από τις ομορφότερες εμπειρίες της ζωής μου. Εκανα το γνωστό τρίδυμο κόμμα - Λατίνοι του Νότου, Βαλκάνιοι, Μεσόγειοι της Εγγύς Ανατολής - και περάσαμε μέλι (επιστρέφοντας στην Ελλάδα, πήγα κι έμαθα άλλες δύο γλώσσες).

Μεταξύ πολλών άλλων, κάναμε και μια άσκηση κοινωνικής αλληλεγγύης, "υιοθετώντας" ως κολλητό για μια εβδομάδα ένα νέο άτομο με ειδικές ανάγκες από την ευρύτερη περιοχή. Εμένα μου έτυχε ένα παιδί από την Σεβιλλη, ηλικίας μου, που ήταν σε αμαξίδιο, είχε διαφορά θέματα υγείας, αλλά ήταν μια χαρά λειτουργικός και ευχάριστη παρέα. Ο συνδυασμός της Σεβιλλιάνικης προφοράς (που τα κόβουν όλα στο τέλος) με την δυσκολία που είχε στην άρθρωση του λόγου, ήταν το μεγαλύτερο σχολείο ισπανικών που είχα κάνει.

Από τη Σεβίλλη ήρθαν άλλωστε και πολλοί Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη το 1492 - και κάποιοι λίγοι βρήκαν και τα σπίτια των προγόνων τους όταν η βραχύβια ισπανική δημοκρατία τους έδωσε δικαίωμα επαναπατρισμού στην δεκαετία του 1930, σε συνέχεια μάλιστα σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας του δεξιού δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα. 

Οι μέρες πέρασαν και λίγο πριν τη λήξη έγιναν οι γιορτές των εθνών, οπου ο κάθε εκπρόσωπος αναλάμβανε να μαγειρέψει κάτι χαρακτηριστικό από την εθνική του κουζίνα. Παίρνω τηλέφωνο τη μάνα: "Μάνα, στείλε με φαξ τη συνταγή για μπακαλιάρο σκορδαλιά". Αφού την έστειλε - δίγλωσση μάλιστα - 5-6 φορές στο ισπανικό Υπουργείο Εργασίας, τελικά βρήκε το σωστό φαξ και την έλαβα. 

Οι υπεύθυνοι μας είχαν προειδοποιήσει ότι θα υπήρχε μεγαλος αριθμός προσκεκλημένων για τη λήξη της διοργάνωσης. Δίνω κι εγώ μια τεράστια παραγγελία: Κάπου 25 μπακαλιάρους, καρβέλια μπαγιάτικο ψωμί, αλεύρι για μήνες, καρύδια, πολλές φιάλες λάδι, μια πλεξούδα σκόρδο. 

Ξαλμυρισμα στα κεντρικά ψυγεία των εγκαταστάσεων και εγερτήριο στις 6 το πρωί, όπου ξεκινώ ως ο μόνος Έλλην, να τρέχω σαν τον Βέγγο. Στις εννιά πάρα το βράδυ η παραγωγή έχει τελειώσει. Φορτώνω σε ένα παγκάκι τρία βουνά με μπακαλιάρο στο κουρκούτι σε κάτι πελώριες γαβάθες, αλλά δύο βουνά σκορδαλιά, βάζω το δίγλωσσο ταμπελάκι ΜΠΑΚΑΛΙΑΡΟΣ ΣΚΟΡΔΑΛΙΆ - Bacalao con alioli - τοποθετώ και ένα γαλανόλευκο σημαιάκι (αυτά των συνεδρίων) και φεύγω για μπάνιο για να γίνω άνθρωπος 

Είκοσι λεπτά μετά, επιστρέφω στο σημείο. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Μου λένε ότι έχουν μαζευτεί πάνω από το παγκάκι τοπικοί αιρετοί της Ανδαλουσίας. Μια κοψιά οικεία: Σακάκι, μουστάκι, μελαμψό δέρμα, χαμόγελο και μετά συζύγου. "ΚΕΔΚΕ" λέω μέσα μου. "Είστε ο Ελληνας που το μαγείρεψε;" ρωτάει ένας δήμαρχος. "Ναι" του απαντώ. Μου δίνει το χέρι: "συγχαρητήρια!" Σύντομα όλη η εκδήλωση βρωμούσε σκόρδο. Και ήμουν ο μόνος που δεν πρόλαβε να δοκιμάσει μπακαλιάρο - οι πάγκοι της Ιταλίας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Αλγερίας είχαν ευτυχώς απίστευτο φαγητό. 

Σήμερα ξανάφτιαξα μπακαλιάρο σκορδαλιά μετά από καιρό. Και κάθε φορά που τον φτιάχνω θυμάμαι ξανά και ξανά τη μυρωδιά της μούργας, την τόσο οικεία ύπαιθρο, τις φωνακλούδες κυρίες και τους μυστακοφόρους δημάρχους της Ανδαλουσίας με λαδωμενα τα χέρια, να μυρίζουν σκορδαλιά, και να έχουν τα χαμόγελα μέχρι τ' αυτιά.

Σχόλια