Αν θες να μάθεις το μέλλον, ψάξε στο παρελθόν

Βρήκα χαντακωμένο στον εξωτερικό σκληρό ένα μεγάλο αφιέρωμα που είχα γράψει το 2002 - 3 για λογαριασμό της "Ιστορίας του 20ου αιώνα" που δημοσίευαν τότε "Τα Νέα". Αν θυμάμαι καλά, δημοσιεύθηκε αυτούσιο. Για τυχόν ομοιότητες με πρόσωπα και καταστάσεις, ο υπογράφων δεν φέρει ευθύνη.


«Το 1989 οι πολίτες της Αργεντινής εξέλεξαν τον Κάρλος Μενέμ στην Προεδρία της χώρας. Ο Μενέμ διόρισε τον φιλελεύθερο Καβάγιο στο Υπουργείο των Οικονομικών και δρομολογήθηκε ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Το πέσο συνδέθηκε με το δολάριο, δημιουργήθηκε η Μερκοσουρ, ήρθησαν οι δασμοί για τα εκτός της ζώνης της Μερκοσούρ προιόντα. Η Αργεντινή θεωρήθηκε ο καλύτερος μαθητής της παγκοσμιοποίησης, αφού περιέκοψε τις δημόσιες δαπάνες περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της περιοχής».

«Η σκληρή νομισματική πολιτική μείωσε τον πληθωρισμό σε μονοψήφια νούμερα, χωρίς όμως να προλάβει την υπερτίμηση των εθνικών νομισμάτων. Ο χαμηλός πληθωρισμός επέτρεψε στις τράπεζες να ανοιχτούν με πιστώσεις στα μεσοαστικά στρώματα του πληθυσμού, ενώ το ελεύθερο εμπόριο έφερε φτηνότερα και ανταγωνιστικότερα προϊόντα. Το ισοζύγιο πληρωμών γρήγορα έγινε αρνητικό, αλλά αντισταθμιζόταν από τις ξένες επενδύσεις, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 500% στη δεκαετία, φτάνοντας τα 40 δις δολάρια τον χρόνο (Αργεντινή, Βραζιλίας, Μεξικό)».

«Τα νέα καταναλωτικά ήθη που εισήχθησαν, μετέτρεψαν τη Λατινική Αμερική σε έναν μανιώδη καταναλωτή. Το 1997 η περιοχή κατανάλωσε 1,3 τρις δολάρια, αγγίζοντας τα αντίστοιχα γερμανικά νούμερα. Όμως, σταδιακά, η υποχώρηση των επενδύσεων και ο καιροσκοπισμός των ξένων κεφαλαίων δημιούργησαν μία πρωτοφανή αστάθεια, ρίχνοντας τους ρυθμούς ανάπτυξης στο 3,8%».

« Στα τέλη της δεκαετίας εμφανίζεται ένα αντίστροφο κοινωνικό φαινόμενο σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής η ως «δια μαγείας εξαφάνιση» των μεσοαστικών στρωμάτων . Οι μισθοί και η αγοραστική δύναμη (και ως εκ τούτου) και η κατανάλωση εμφάνισαν πτωτικές τάσεις. Η ζήτηση στις αγορές περιορίστηκε και οι Λατινοαμερικανοί αρχίσαν να καταναλώνουν ότι κέρδιζαν».

«Με τα εθνικά χρέη να καλπάζουν, πολύ γρήγορα ο κρατικισμός έγινε μία πολυτέλεια του παρελθόντος. Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων προσέλκυσε το μεγαλύτερο τμήμα των ξένων επενδύσεων και η ιδιωτική πρωτοβουλία πήρε τα ηνία σε κάθε τομέα της οικονομίας. Η ενέργεια, οι υδάτινοι πόροι, οι βασικές υποδομές της χώρας (λιμάνια, σιδηρόδρομοι, ακόμη και τα ταχυδρομεία), όλα πέρασαν σε ξένα χέρια, κάτι αναπόφευκτο, αφού οι ανάγκες για μαζικές επενδύσεις και επιχειρησιακή εμπειρία ήταν μεγάλες».


«Η φιλελευθεροποίηση της νομοθεσίας που αφορούσε τις ξένες επενδύσεις , προετοίμασε το έδαφος για την επέλαση του πολυεθνικού κεφαλαίου. Το κλείσιμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Λατινικής Αμερικής δεν άργησε να έρθει. Ελάχιστοι είχαν πρόσβαση στο εξωτερικό εμπόριο και ακόμη πιο λίγοι κατάφεραν να προχωρήσουν στον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεών τους. Ποτέ άλλοτε η ξένη ιδιοκτησία δεν έφτασε σε τόσο υψηλά ποσοστά στην Αργεντινή και το Μεξικό. Μόνο η Βραζιλία –για μια φορά ακόμη- ξέφευγε από τον κανόνα».


«Στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, μια απλή δημογραφική περιγραφή εύκολα παρομοίαζε τη Λατινική Αμερική ως μία θάλασσα φτώχειας με ελάχιστες νησίδες πλούτου. Η αγοραστική δύναμη συγκεντρώθηκε στις γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων. Οι 15 μεγαλύτερες μητροπόλεις της περιοχής έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 45% της κατανάλωσης της περιοχής, έχοντας, παράλληλα, συγκεντρώσει και την πλειονότητα των ξένων επενδύσεων. Μόνο το μελαγχολικό Μοντεβιδέο εξαιρέθηκε από αυτόν τον κανόνα».

«Μεγάλο ρόλο στις μεταβολές αυτές των Λατινοαμερικανικών οικονομιών έπαιξαν και οι διεθνείς οργανισμοί που ενεπλάκησαν στη διαδικασία του εκσυγχρονισμού . Η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Αμερικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου μπορούν να θεωρηθούν παράγοντες βαρύνουσας σημασίας για την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα. Η παρέμβασή τους ήταν πολυεπίπεδη. Είτε επρόκειτο για προβληματικές οικονομίες με μεγάλες ανάγκες δανεισμού , είτε για εκτέλεση και χρηματοδότηση μεγάλων έργων, ήταν σχεδόν υποχρέωση κάθε κράτους της Λατινικής Αμερικής να προσφύγει στις συμβουλές -και τα κονδύλια- των μεγάλων διεθνών οργανισμών».

«Η περίπτωση της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι ενδεικτική. Μόνο το 1996 ενέκρινε για τη Λατινική Αμερική 26 δράσεις εκσυγχρονισμού, ύψους 2,4 δις δολαρίων. Το αντίκρισμα όμως ήταν υψηλό. Τα μέτρα που καλούνταν να λάβουν τα κράτη ήταν υποχρεωτικά και έπρεπε να εφαρμοστούν άμεσα. Η μείωση της γραφειοκρατίας, η ιδιωτικοποίηση των προβληματικών επιχειρήσεων του δημοσίου και τα πάγωμα των μισθών ήταν μόνο η αρχή».

«"Οι περισσότερο ενσωματωμένες oικονομίες στη χρηματική παγκοσμιοποίηση αποδεικνύεται ότι είναι και οι περισσότερο χρεωμένες έναντι του εξωτερικού" σημειώνει σε μια μελέτη του για την παγκοσμιοποίηση ο καθηγητής Κώστας Βεργόπουλος. Σύμφωνα με τον τελευταίο η ταχεία αύξηση του εξωτερικού χρέους επιβεβαιώνει ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές όχι μόνο δεν δίδουν κάποια νέα ώθηση στις λατινοαμερικάνικες οικονομίες , αλλά έχουν οι ίδιες περιέλθει σε αδιέξοδο , ενώ οι αντίστοιχες οικονομίες βρίσκονται σε διαρκή πτώση».

«Πράγματι για το σύνολο των χωρών της περιοχής κατά την περίοδο 1991 –1999 το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε κατά 60%, ενώ έφτανε σε ποσοστό 33% του ΑΕΠ στην αρχή της περιόδου . Συγκεκριμένα, το ποσό του εξωτερικού χρέους της Αργεντινής αυξήθηκε κατά 150%, της Χιλής κατά 85% , της Βραζιλίας κατά 75% και του Μεξικού κατά 40%. Στις τρεις μεγάλες λατινοαμερικάνικες οικονομίες –Βραζιλία , Μεξικό , Αργεντινή- το εξωτερικό χρέος υπερέβη το 50% του ΑΕΠ , ενώ στην Χιλή ανήλθε σε 45% του ΑΕΠ.Οι πληρωμές τους εξωτερικόυ χρέους υπερδιπλασιάστηκαν μέσα σε μια δεκαετία αλλά το συνολικό χρέος αντί να μειωθεί , αυξήθηκε .Κι αυτό γιατί ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν πολύ χαμηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης των πληρωμών του εξωτερικού χρέους , με πιο ακραίες περιπτώσεις την Αργεντινή και την Βραζιλία. Επιδείνωση του εξωτερικού χρέους προκάλεσαν επίσης και οι κατά καιρούς φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις των επιμέρους κρατών με σκοπό την εξυγίανση των εθνικών νομισμάτων τους».

« Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι βιομηχανικές χώρες της Δύσης υπέταξαν τη διεθνή οικονομία στα δικά τους οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα . Η εισβολή τους στις αναπτυσσόμενες περιοχές της Λατινικής Αμερικής, σύνέθλιψε τις μικρές τοπικές οικονομίες που αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν τα πολυεθνικά κεφάλαια. Η αγορά έγινε χαοτική».

«Ο καθηγητής Λουίς Καμάργκο του Πανεπιστημίου του Σαντιάγκο της Χιλής εντοπίζει τις επιπτώσεις της ξένης επέλασης :

Κοινωνικές Επιπτώσεις
Εργασιακή αστάθεια, αλλά καλύτεροι μισθοί
Υψηλότερα επίπεδα ζωής
Συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια ολίγων
Εξαφάνιση της μεσαίας τάξης

Οικονομικές Επιπτώσεις
Εφαρμογή σκληρών οικονομικών μέτρων
Αύξηση της αγοραστική δύναμης
Αύξηση της φορολογίας
Εξάρτηση από τη διεθνή οικονομία

Πολιτικές επιπτώσεις
Εξαφάνιση του παλαιού πολιτικού κόσμου
Εμφάνιση ανεξάρτητων κινημάτων
Ισχυροποίηση της Δημοκρατίας
Αδιαφορία της Νεολαίας για την Πολιτική

Πολιτιστικές επιπτώσεις
Εμφύτευση νέου τρόπου ζωής
Απώλεια του κύρους της παραδοσιακής κουλτούρας
Καλύτερη γνώση του κόσμου σε όλες του τις μορφές»

«Οι δοκιμασίες της δεκαετίας του ογδόντα έθεσαν μία νέα πρόκληση στα επιμέρους εθνικά κράτη , αυτήν του εκσυγχρονισμού στα πλαίσια της Παγκοσμιοποίησης. Το παλαιό, παραδοσιακό κράτος κλήθηκε να υιοθετήσει την κουλτούρα της παγκόσμιας οικονομίας και να ενσωματώσει την λογική της στην συνολική λειτουργία του . Για να επιτευχθεί όμως ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα, απαραίτητο για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και τη συμμέτοχή στο δυναμικό χώρο του νέου παγκόσμιου καπιταλισμού, τα κράτη έπρεπε να εκμεταλλεύτούν τους παλιούς υποστηρικτές τους, αφαιρώντας τα ντε φάκτο παραδοσιακά προνόμια τους και παραδίδοντάς τους στο έλεος του ανταγωνισμού».

«Η φιλελευθεροποίηση του κράτους δεν άργησε να πραγματοποιηθεί . Τέτοια ήταν η πολιτική του Πινοτσέτ (στην αυταρχική της εκδοχή), του Σαλίνας και μετά του Ζελίγιο. Όμοια ήταν και του Μενέμ, του Σάντσες – Λοσάντα ή του Φουτζιμόρι. Ακόμη και η πολιτική του Καρντόζο ανταποκρίθηκε σε αυτό το σχήμα, τουλάχιστον μόνο ως προς τους σκοπούς . Ο Καρντόζο έψαξε και βρήκε υποστήριξη στα κεντροδεξιά, επιτιθέμενος στην κεντροαριστερή συμμαχία που εκπροσωπούσε τα παραδοσιακά πελατειακά συμφέροντα των λαϊκών μαζών».

«Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα, αυτό των παραδοσιακών συμμαχιών και των κρατικοδίαιτων προνομιούχων ανετράπη. Πάνω σε αυτό βασίζονταν , επί δεκαετίες ολόκληρες, τα παραδοσιακά μεσοαστικά στρώματα, καθώς και το σύνολο της εργατικής τάξης. Παρολ’ αυτά, αρκετές εκσυγχρονιστικές κυβερνήσεις επανεξελέγησαν (Αργεντινή, Βραζιλια κ.α.). Στις χώρες τους, παρά την αύξηση των ανισοτήτων, οι συνθήκες ζωής βελτιώθηκαν και σταδιακά, η εισαγωγή στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα άρχισε να παρέχει μία προοπτική».

«Στη δεκαετία του 1990 το Λατινοαμερικανικό έθνος-κράτος του παρελθόντος έπαψε να είναι εθνικό, συνεπεία της ρήξης του με την παραδοσιακή συμμαχία των μεσοαστικών στρωμάτων και του ευρύτατου δημοσίου τομέα, ομάδες που ακόμη συλλαμβάνονται να φυτοζωούν στις παρυφές του πολιτικού συστήματος. Αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός, ο εξοβελισμός , ή μάλλον η αχρήστευση της παλαιάς πελατείας του κράτους , καθώς και η εγκατάλειψή της στον ανταγωνισμό, οδήγησε σε μία δραματική ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος. Η ανάδειξη νέων προσωπικοτήτων στην ηγεσία των συγκεκριμένων χωρών , έφερε μία πολιτική εξαρτημένη από τις διαμεσολαβητικές, πλέον, σχέσεις με τις λαϊκές μάζες. Ένας νέος λαϊκισμός, ο διαμεσολαβητικός απώλεσε την ενοποιητική ισχύ του κράτους και σε αντίθεση με τον κρατικιστικό (και αμύντορα του έθνους), παρέδωσε τις λαϊκές μάζες στις δυνάμεις της αγοράς, αντικαθιστώντας την ιδεολογία του έθνους με την ιδεολογία της αγοράς».

«Παράλληλα, η αποσύνθεση του πολιτικού κατεστημένου και η κρίση του κράτους, δύο αλληλοσυσχετιζόμενες διαδικασίες, οδήγησαν σε μία νέα αυτοκαταστροφική πολιτική πρακτική. Την πολιτική των Σκανδάλων , μία νέα πολιτική που εφαρμόστηκε σε δύο φάσεις.

Στην πρώτη φάση, οργανωμένα δίκτυα του εγκλήματος διείσδυσαν στα βάθη του συστήματος και εκμεταλλευόμενα τις δομές του κράτους, προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη διαφθορά στον αμαρτωλό πολιτικό κόσμο της Λατινικής Αμερικής.

Στην δεύτερη φάση, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας εισέβαλλαν στα πολιτικά πράγματα της χώρας, δημιουργώντας τις συνθήκες για να αναδυθεί ένα νέο είδος πολιτικού ανταγωνισμού , την επικοινωνιακή πολιτική. Τα μεγάλα ραδιοτηλεοπτικά και εκδοτικά μπλοκ άρπαξαν, στην κυριολεξία, την αγαπημένη πελατεία των πολιτικών και χωρίς πολύ κόπο έφτασαν να χειραγωγούν την πολιτική ζωή της περιοχής, αφού όλη η συζήτηση, ο έλεγχος και η κριτική περί πολιτικών και πολιτικής γινόταν πλέον μέσω των ΜΜΕ. Κάθε πολιτικός που ήθελε να φανεί αξιόπιστος στο λαό, έπρεπε να ακολουθήσει τους άτεγκτους κανόνες των μέσων ενημέρωσης, ενώ οι κομματικοί μηχανισμοί διεμβολίστηκαν και αυτοί από την σαγήνη της συναναστροφής με τους ανθρώπους του ηλεκτρονικού και γραπτού τύπου.

Οι αποκαλύψεις και καταγγελίες γύρω απ΄ τη διαφθορά, απότοκες της υψηλότατης διαφθοράς του πολιτικού βίου, βομβάρδιζαν καθημερινά την κοινή γνώμη των περισσότερων Λατινοαμερικανικών χωρών, μόνο που οι πηγές της καταγγελίας προέρχονταν συνήθως από το εσωτερικό του κόμματος του κατηγορουμένου και όχι από κάπου αλλού. Έτσι, η πολιτική κατέστη έρμαιο των συμφερόντων των ΜΜΕ που αντικαθιστώντας τον πολιτικό διάλογο με την εικόνα και έχοντας γίνει ο συνδετικός κρίκος μεταξύ κράτους και πολιτών, οδήγησαν την πολιτική στην ομηρία και στην απαξίωση και το κράτος σε μία πρωτοφανή αμφισβήτηση της νομιμότητάς του».

«Με τη σταδιακή αδρανοποίηση του δεσμού έθνους-κράτους, οι λαοί της Λατινικής Αμερικής άρχισαν να βιώνουν και τη ρήξη μεταξύ νομιμότητας και αντιπροσωπευτικότητας. Η κρίση του κράτους απέκτησε διπλή βαρύτητα και σημασία από την κρίση του πολιτικού συστήματος. Τα συντρίμμια της πολιτικής οδήγησαν στα ερείπια μίας ολόκληρης συλλογικής ταυτότητας».

«Στο μέτρο που το κράτος εμφανίζεται ως μεσίτης της παγκοσμιοποίησης και απαρνιέται τα παραδοσιακά κοινωνικά του θεμέλια, η δεκαετία του ενενήντα στιγματίζεται από την αποσύνθεση του δεσμού έθνους-κράτους και την κρίση εθνικής ταυτότητας που η τελευταία προκαλεί. Η κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής βρέθηκαν να χάνουν τους συνεκτικούς δεσμούς τους, απόρροια της αντικατάστασης της εθνικής ταυτότητας από τον ατομικισμό που όλο και περισσότερο υπαγορευόταν από τον ορθολογισμό της οικονομίας της αγοράς. Η αναβίωση των εθνοτικών και τοπικών ταυτοτήτων κατέστη πια αναπόφευκτη, ενώ παράλληλα άρχισε να παρατηρείται και αναζωπύρωση του θρησκευτικού συναισθήματος που συμπλήρωνε την κυρίαρχη τάση της εποχής, την συγκρότηση τοπικών κοινοτήτων που λειτουργούσαν σαν ασπίδα προστασίας , μεριμνώντας για τα προβλήματα της επιβίωσης των επιμέρους άτομων . Ωστόσο σε καμία φάση δεν διαπιστώθηκε η δημιουργία κάποιας νέας ενοποιητικής συνθήκης που θα μπορούσε να στηρίξει και να αγκαλιάσει έναν ορφανό λαό, εγκαταλειμμένο από το κράτος του».

«Την δεκαετία του ενενήντα στην Λατινική Αμερική το 12% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας. Πάνω από 60 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάζονταν να επιβιώσουν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα. Αυτή η ανισότητα της κατανομής των εισοδημάτων δεν εμφανιζόταν πουθενά αλλού στον κόσμο»

«Στη Λατινική Αμερική, η ανθεκτικότητα της φτώχειας έμοιαζε να είναι πρωτοφανής. %. Η άνοδος του κατά κεφαλήν εισοδήματος αφορούσε μόνο ένα 30% της κορυφής της κοινωνικής πυραμίδας. Οι κρατικές πολιτικές για την αναδιανομή των εισοδημάτων συνάντησαν παταγώδη αποτυχία. Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις αδυνατούσαν να συνδυάσουν υψηλές φορολογίες και επιλεκτικές μεταφορές εισοδήματος. Ο εικοστός αιώνας κληροδότησε την Λατινική Αμερική με ανθεκτικότατη και επίμονη φτώχεια και με τα δεινά που αυτή συνεπαγόταν».

«Η Λατινική Αμερική ετοιμαζόταν να εισέλθει στον 21ο αιώνα, χτυπημένη και εξουθενωμένη από τη σκληρότητα της δεκαετίας που έφευγε. Στις αποσκευές που ετοίμασε, ήταν έτοιμη να μεταφέρει επτά τεράστια προβλήματα, που εκδηλώνονταν με διαφορετική συχνότητα στις περισσότερες χώρες τις περιοχής.

1. Τον κοινωνικό αποκλεισμό ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού
2. Την καταστροφή του περιβάλλοντος
3. Την σταθερή απομάκρυνση των θεσμών του κράτους από τις κοινωνικές ανάγες
4. Την αδυναμία μετάβασης προς την κοινωνία της πληροφορίας
5. Την ανικανότητα πάταξης της χρονίζουσας διαφθοράς
6. Την παλαιότητα της διοικητικής μηχανής και την κρίση της πολιτικής νομιμότητας των κρατών
7. Την εξασθένιση των συλλογικών ταυτοτήτων και την αδυναμία ανακατασκευής νέων βιώσιμων ταυτοτήτων.
«Εν κατακλείδι, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποτιμηθεί η συνεισφορά του εκσυγχρονισμού στην Λατινική Αμερική. Οι μεγάλες αλλαγές που συντελέστηκαν στα πλαίσια της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, οι τιτάνιες, σχεδόν υπεράνθρωπες προσπάθειες που έκαναν τα κράτη της περιοχής για να εναρμονιστούν με το διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι απέβησαν μοιραίες για την πλειονότητα του Λατινοαμερικανικού πληθυσμού.

Οι χρηματαγορές υποχώρησαν, οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεσαν, το φάσμα της ανεργίας γινόταν όλο και πιο απειλητικό. Η Λατινική Αμερική δεν είχε ούτε το σθένος, ούτε την ανθεκτικότητα για να αντιμετωπίσει αυτές τις δραματικές εξελίξεις.

Ο καθηγητής Κώστας Βεργόπουλος μας υπενθυμίζει ότι ο Κέϋνς είχε κάποτε προβλέψει ότι "η παγκοσμιοποίηση του χρήματος συνεπάγεται μοιραία όχι παγκοσμιοποίηση των οικονομιών, αλλά αποδυνάμωση και οπισθοδρόμηση αυτών εντός των εθνικών πλαισίων". Η διαδικασία του φαινομένου που ευαγγελιζόταν την μετατροπή του πλανήτη Γη σε ένα παγκόσμιο χωριό εξασθενούσε. Νέα, πρωτοφανή προβλήματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην καμπή της νέας χιλιετίας. Αλλά αυτή είναι η ιστορία ενός άλλου αιώνα..»

Του δικού μας αιώνα θα προσέθετα λίγα χρόνια μετά.



Σχόλια

Ο χρήστης geoSensor είπε…
Θυμάμαι που τα 'λεγες κάποτε στο αρχιλοχάδικο...
Ο χρήστης Αχιλλεας Χεκιμογλου είπε…
Χαχαχα. Λες να έρθει η ώρα να μετανιώσουμε που δεν γίναμε ΕΠΟΠ;
Ο χρήστης ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ είπε…
Ti ωραία που τα λες mi hijo!Felicidades!
Ο χρήστης λού είπε…
πρέπει να έρθεις να μιλήσεις με τον διεθνολόγο μας στο μεταπτυχιακό.Θα ενθουσιαστεί. αλήθεια.γεια από Θεσσαλονίκη!!! (δέσποινα)