ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΡΕΒΕΓΙΟΝ
Η αλλαγή του χρόνου από το 2001 προς το 2002 δεν ήταν η συνήθης. Το νέο νόμισμα - το ευρώ - βρισκόταν προ των πυλών και μάλιστα ξεκινούσε η παράλληλη κυκλοφορία του με τη δραχμή.
(Για τους νεότερους, σπαρταριστές λεπτομέρειες στην Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος του σχετικού έτους - just Google).
Ελλείψει προγραμματισμού για το ρεβεγιόν, επείσθην από παρέα καλών φίλων - και αμετανόητων "σκύλων" - να τους ακολουθήσω σε ένα όχι σύνηθες "Ελληνάδικο": το μνημειώδες "Glass Palace" στην Πολίχνη, το οποίο προσέλκυε πελάτες από όλη τη Θεσσαλονίκη.
Δεν ήταν μια εύκολη απόφαση. Στο άκουσμα του σκυλάδικου ο οργανισμός μου αντιδρά με συνέπεια με ένα παράξενο φαινόμενο: την υπόταση. Η πίεση πέφτει και όλα γίνονται πιο δύσκολα.
Ωστόσο, ενέδωσα. Φτάσαμε στον χώρο, ο οποίος ήταν άρτια προετοιμασμένος για τη νομισματική μετάβαση. Στον προθάλαμο, μαζί με τα πανωφόρια, άφηνες και τις δραχμές σου, τις οποίες το μαγαζί αντικαθιστούσε με ευρώ ώστε να είναι το μόνο νόμισμα που θα κυκλοφορούσε στα ταμεία του μαγαζιού. Ήταν κάτι εντυπωσιακό για την εποχή που έδειχνε και τον βαθμό οργάνωσης που μπορούσε να έχει μια μικρή επιχείρηση, ακόμη και εάν επρόκειτο για Ελληνάδικο.
Στο εσωτερικό επικρατούσε βαλκανικός σουρεαλισμός που είχε όλα τα χαρακτηριστικά ταινίας του Κουστουρίτσα. Στη μνήμη μου διατηρείται ακόμη η εικόνα ενός Αθίγγανου με πορτοκαλί κολάν που χόρευε ασταμάτητα, κι ενός φίλου του που μεθυσμένος άρχισε να τρώει ένα ποτήρι - και οδηγήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες εκτός μαγαζιού ομάδα σχετικά βραχύσωμων - κι εμφανώς εκ Καυκάσου ορμόμενων - υπαλλήλων φύλαξης.
Δεν ξεχνώ επίσης έναν μελαμψό παρκαδόρο (μάλλον Αιθίοπα) που είχε τη μαγική ιδιότητα να βρίσκεται ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη.
Και γύρω τους άνθρωπους του μόχθου που διασκέδαζαν υπό τους ήχους του dj, ο οποίος - πάρα τις κατ' εμέ υποτασικές μουσικές επιλογές - είχε αξιοσημείωτες τεχνικές δεξιότητες.
(Όλοι οι dj τότε άλλωστε μιξάραμε χειροκίνητα, συντονίζοντας ρυθμούς, πρίμα και μπάσα, χωρίς τους αυτοματισμούς που προσφέρει σήμερα η σύγχρονη τεχνολογία).
Κάποια στιγμή αποχώρησαμε. Ακολούθησε η πατροπαράδοτη σούπα του ξενύχτη στα ανατολικά και η επιστροφή στο σπίτι.
Σαγηνευμένος από αυτόν τον αναπάντεχο συνδυασμό παράδοσης, ταυτότητας και νεωτερικότητας, βρισκόμουν σε έξαρση, η οποία με οδήγησε στις ασφαλείς σελίδες της "Άνοδου της Ασημαντότητας" , του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο διάβασα ξάγρυπνος μέχρι το μεσημέρι της επόμενης ημέρας.
Ήταν το πιο παράξενο ρεβεγιόν της ζωής μου το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ διότι μέσα μου συνδέει τη λαϊκή ταυτότητα, τη sui generis μικρομεσαία ελληνική επιχείρηση, τη μετάβαση στο σκληρό μας νόμισμα - που μας έχει προφυλάξει από κακοτοπιές που ούτε που φαντάζονται οι νεότεροι - και τη γνωριμία μου με τη φιλοσοφία του Καστοριάδη.
Οι σκέψεις μου στους ανθρώπους του μόχθου που θα χάσουν το μεροκάματό τους στη διασκέδαση για το ορατό μέλλον: μετρ και γκαρσόνια, μπαρμάνια, dj, τεχνικούς και μουσικούς, παρκαδορους, λουλουδούδες, φωτογράφους, αυτοφωράκηδες, "φουσκωτούς" και μη.
Εμβολιαστείτε! Καλή Χρονιά!
Σχόλια