Ο άξονας της ιστορίας


Η σύλληψη και παράδοση των Χρυσαυγιτών στην Δικαιοσύνη αποτελεί την πρώτη χαρμόσυνη είδηση που «έβγαλε» η Ελλάδα μετά τις αθλητικές επιτυχίες του 2004 και τους κατοπινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, όταν για τελευταία φορά έστειλε ένα θετικό οικουμενικό μήνυμα προς τον υπόλοιπο κόσμο. Η εξολόθρευση της Χρυσής Αυγής αποτελεί ένα πανίσχυρο μήνυμα, αφού οι λαοί της γης βλέπουν το ιστορικό λίκνο της Δημοκρατίας να τσακίζει τους ορκισμένους εχθρούς της. Η Δημοκρατία πρέπει να μην ατονίσει και να επιδείξει ταχύτητα, αποφασιστικότητα και άρτια νομική τεκμηρίωση των κατηγοριών κατά των νεοναζί. 

Ωστόσο, με ή χωρίς Χρυσή Αυγή και είτε γίνουν εκλογές είτε όχι, το διπλό πρόβλημα της Ελλάδας παραμένει απειλητικά ανοιχτό. Η χώρα εξακολουθεί να τελεί υπό πιστωτική ασφυξία, η οποία λειτουργεί σαν καρκίνος που κάνει μετάσταση στο σώμα της οικονομίας, το δε χρέος είναι μη εξυπηρετήσιμο, ενώ το παραγωγικό κενό συνεχίζει να είναι τεράστιο. 

Και η αλήθεια είναι ότι το πρώτο πρόβλημα λύνεται πιο εύκολα, εφόσον το χρέος βρίσκεται πια στα χέρια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα το αναδιατάξουν χρονικά - θα ωριμάσει δηλαδή δεκαετίες αργότερα - και θα φέρουν «συμβολικά» επιτόκια, κάτι που απλά είναι αναπόφευκτο. 

Ωστόσο, τον Γολγοθά πρέπει να τον ανέβουμε μόνοι μας. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε στη χώρα. Σήμερα είναι πέρα από εμφανές ότι δεν ξέρουμε. Η αμηχανία της ελληνικής κοινωνίας σε αυτό το θέμα είναι ανατριχιαστική, η δε απουσία της πραγματικής συζήτησης -αυτή της παραγωγής πλούτου- στη δημόσια σφαίρα είναι ανησυχητική.

Το Μνημόνιο λειτούργησε ως επιταχυντής για την ρευστοποίηση του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου, το οποίο ούτως ή άλλως τελούσε υπό διαρκή κρίση. Η Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο κοινωνικού πειραματισμού από την πλευρά των νικητών του Β' ΠΠ και του Εμφυλίου. Φτιάχτηκε «μεσαία τάξη», η ύπαρξη της οποίας σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει ανταποκριθεί σε πραγματική παραγωγή πλούτου. 

Αντίθετα, βασίστηκε στην νομική ρύθμιση, δηλαδή στα πάσης φύσεως «προστατευτικά» μέτρα που έλαβε ο νομοθέτης για την «ανάπτυξή» τους. Το γελοίο, δε, είναι ότι η κουβέντα για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων ξεκινά το 1961 όταν η Ελλάδα αρχίζει συζητήσεις για την σύνδεσή της με την ΕΟΚ. Τελικά αυτό προχώρησε από την Τρόικα την περίοδο 2011-2013 και προφανώς έχει και συνέχεια (π.χ. για τους υποθηκοφύλακες δεν μιλά κανείς). Μισό αιώνα αργότερα. 

Στο βαθμό που μπορούσε, το κράτος είχε τον τρόπο του να προστατεύει την βιομηχανία, βάζοντας δασμούς και κάνοντας καψόνια στις εισαγωγές - ένας παλιός εκτελωνιστής μου έλεγε ότι οι Τούρκοι εκτελώνιζαν στην Καλαμάτα, προκειμένου να αυξηθεί το κόστος μεταφοράς και, άρα, η αξία του προϊόντος. 

Στην ενιαία, όμως, αγορά οι δασμοί σταμάτησαν κι έτσι, ό,τι δεν έκλεισε για λόγους ανταγωνιστικότητας, έφυγε στη Βουλγαρία και τα Σκόπια για τα χαμηλά μεροκάματα και τους χαμηλούς φόρους. Νωρίτερα, η πατρίς φρόντισε να εθνικοποιήσει ένα σωρό βιομηχανίες, στο σύνολό τους «προβληματικές« (ήμουν 5-6 χρονώ όταν έμαθα τι σημαίνει η λέξη), τις περισσότερες από τις οποίες έκλεισε ο Μητσοτάκης και ό,τι απέμεινε μέχρι σήμερα, θέλει να το κλείσει η Τρόικα. Η Ελλάδα είναι μία ιστορία χαμηλής ανταγωνιστικότητας ή κακού μάνατζμεντ ή και των δύο. 

Εν τούτοις, η χώρα έχασε αργά αλλά σταθερά το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγικής της βάσης. Η διαδικασία του εκσυγχρονισμού αφορούσε μόνο τα «φιλέτα» του δημοσίου που από νωρίς μετοχοποιήθηκαν, μπήκαν στο Χρηματιστήριο, ιδιωτικοποιήθηκαν ή ιδιωτικοποιούνται σήμερα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ό,τι έμεινε στο κράτος ή ό,τι προτίμησε να παραμείνει πλησίον της κρατικής «θαλπωρής» σήμερα δεν είναι ανταγωνιστικό. Λίγες είναι οι περιπτώσεις μεγάλων, μεσαίων ή μικρών ιδιωτικών επιχειρήσεων που είναι ισχυρές και διεθνοποιημένες. Παραδοσιακά, άλλωστε, η ελληνικη «ελίτ» έχει διατηρήσει διακριτικές αποστάσεις ασφαλείας από τον διεθνή ανταγωνισμό, προτιμώντας τα μερεμέτια και τις προνομιακές σχέσεις στο εσωτερικό. 

Έτσι, μετά το ξήλωμα της παραγωγής, τι έμεινε; Η χώρα το έχει «γυρίσει» στις υπηρεσίες και το εμπόριο. Ο ένας Έλληνας πουλάει στον άλλο ποτά, κινέζικα ρούχα, καφέ, γιαούρτια, καρβέλια και σουβλάκια. Το ίδιο ευρώ πάει κι έρχεται. Κι εκεί εξαντλείται σε μεγάλο βαθμό η κατά τα άλλα αξιοσημείωτη - ειδικά στα φορολογικά - εφευρετικότητά μας. Εγκλωβισμένοι μέσα σε μία όλο και περισσότερο συρρικνούμενη εσωτερική αγορά. Χωρίς καμία προστιθέμενη αξία και χωρίς εξαγωγές. Εάν συνεχίζουμε έτσι, θα κλείσουμε και τα πανεπιστήμια γιατί δεν θα χρειάζονται πτυχιούχοι. 

Η Ελλάδα χρειάζεται μία επανάσταση. Μία επανάσταση δημιουργίας. Τα αγριεμένα χωράφια πρέπει να ξαναγίνουν παραγωγική γη, τα εργοστάσια να ξανανοίξουν - έστω και σαν κάτι άλλο -, τα ναυπηγεία να φτιάχνουν και να επισκευάζουν καράβια, να ξανακάνουμε ρούχο, μόδα, κόσμημα και ντιζάιν (αυτή τη φορά διεθνές), να αναβαθμίσουμε και να επεκτείνουμε τη σεζόν στον τουρισμό, να εξαγάγουμε την υπέροχη διατροφή μας έξω με ένα καλό μάρκετινγκ, να φτιάξουμε τεχνολογικές λύσεις για την παγκόσμια αγορά με τα «μυαλά» στην Ελλάδα. Και να εκμεταλλευθούμε το περιβάλλον για την παραγωγή ενέργειας και την γεωγραφική θέση της χώρας για τη δημιουργία κόμβων διαμεταφοράς για παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. 

Η εργατική τάξη σήμερα στη χώρα δεν είναι οι βιομηχανικοί εργάτες, οι οποίοι είναι πια μία πολύ μικρή μειονότητα στους κόλπους των νέων «μη προνομιούχων». Η εργατική τάξη είναι όλοι εμείς που «καιγόμαστε» νυχθημερόν στις υπηρεσίες είτε ως υπάλληλοι είτε ως μικροεπαγγελματίες, όπου πάντα, κάποιος και κάπως θα παρέχει αυτό που κάνουμε εμείς με όλο και λιγότερα χρήματα - και όλο και χειρότερη ποιότητα. 

Κοινώς, η προτεραιότητα στην εσωτερική υποτίμηση ήταν η λάθος λύση σε ένα κόσμο υπηρεσιών, που έβγαλε την τάπα απ'τη μπανιέρα της εργασίας. Η Ελλάδα διέθετε ένα μοναδικό οικονομικό μοντέλο που άρχισε να φυλλορροεί όταν εκτέθηκε στον διεθνή ανταγωνισμό. Ένα μοναδικό μοντέλο αναπόφευκτα παράγει μοναδικά προβλήματα και απαιτεί μοναδικές λύσεις. Αυτές δεν δόθηκαν. Για το σκέλος της ανάπτυξης φταίει η Ελλάδα. Για το σκέλος των δημοσιονομικών φταίνε οι δανειστές. Και όταν η λύση «κολλάει» στον κανόνα, αλλάζεις το κανόνα και όχι τη λύση - εν προκειμένω το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων, που έχει νόημα στην μέση της ΕΕ, αλλά αποτελεί μειονέκτημα σε μία τερματική αγορά όπως η Ελλάδα. 

Ήρθε η ώρα να πούμε την αλήθεια. Όσο δεν παράγουμε τίποτε τόσο θα μοιραζόμαστε μεταξύ μας την φτώχεια. Όσοι ζούσανε με υποχρεωτικό και ρυθμιστικά οριζόμενο έργο πρέπει να αλλάξουν δουλειά. Όσοι καθήμενοι, βιοπορίζονταν από ενοίκια, δεν θα μπορέσουν να το ξανακάνουν και θα χρειαστεί να ξεβολευτούν και να κάνουν κάτι παραγωγικό. Όσοι δούλευαν με επίκεντρο την οικοδομή και τις κατασκευές δεν έχουν κανένα μέλλον. Όσοι ήλπιζαν να «γίνουν» από το δημόσιο, τελείωσαν. Όσοι άνοιγαν ένα μαγαζάκι για να βγάλουν ένα μεροκάματο, δεν έχουν προοπτική. Το παλαιό μοντέλο απέθανε και όσο δεν διοργανώνουμε την τελετουργική ταφή του τόσο θα σαπίζει και θα βρωμάει σαν ψοφίμι - προσελκύοντας όρνεα και λύκους, όπως η Χρυσή Αυγή. 

Θα χρειαστεί ένα τιτάνιος αγώνας από την πλειονότητα των ελλήνων, που θα περιέχει δύο εξαιρετικά δύσκολες δοκιμασίες, με την επίτευξη της πρώτης να καθορίζει και το μέλλον της δεύτερης. Το ελληνικό πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα βαθιά εγκεφαλικό και εντοπίζεται στην αδυναμία μας να κοιτάξουμε πέρα απ'τον χάρτη, να πιάσουμε τις ανάγκες των διεθνών αγορών και να συνειδητοποιήσουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες. 

Το «ταβάνι» στην αντίληψή μας και στην καθημερινή μας σκέψη «μπετονάρεται» καθημερινά στο δημόσιο διάλογο, στην ανεπάρκεια του σχολείου και στο οικογενειακό τραπέζι, στο δόγμα «μία θέση στο δημόσιο», σε όλα αυτά που μας κάνουν να διατηρούμε χαμηλές προσδοκίες σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες μας. 

Αυτό αποδεικνύεται από την έκθεση των Ελλήνων στο διεθνές περιβάλλον. Όσοι έχουν συνηθίσει στην ελληνική «σιγουριά» δεν αντέχουν. Όσοι είναι ανοιχτοί στις προκλήσεις, προχωρούν και προοδεύουν. Γι'αυτό θεωρώ την υπόθεση του αναδυόμενου οικοσυστήματος των startups ως σημαντική. Δεν είναι ότι θα φέρουν λεφτά, επενδυτές, κέρδη και δουλειές στη χώρα - στην καλύτερη να κρατήσουν την έρευνα και την ανάπτυξη εδώ, απασχολώντας επιστήμονες και κρατώντας την προστιθέμενη αξία του designed in Greece. Αλλά γιατί λειτουργούν ως πηγή έμπνευσης που δείχνει ότι τα όρια μπορεί να μην είναι τελικά αυτά που μπαίνουν από τον περίγυρό μας, αλλά εκείνα που ορίζουμε εμείς οι ίδιοι. 

Εγχειρήματα όπως η Helic, η Inaccess, η Upstream και σήμερα το taxibeat, η bugsense και πόσοι άλλοι, μπορούν να λειτουργήσουν στο συλλογικό υποσυνείδητο ως «μικρές νίκες» της χώρας, σαν αυτές του Γκάλη και του Καμπούρη το 1987 και του Δέλλα και του Ζαγοράκη το 2004 ή τις διακρίσεις που φέρνουν από το εξωτερικό ιδιοφυείς και σκληρά εργαζόμενοι, Έλληνες επιστήμονες. 

Η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί τα πάνδεινα τα τελευταία χρόνια και έχει κουραστεί. Η Τρόικα αργά ή γρήγορα θα φύγει. Εμείς όμως θα μείνουμε εδώ. Και πρέπει οπωσδήποτε να καθίσουμε στο τραπέζι και να αναρωτηθούμε τι χώρα θέλουμε. Και μετά να συμφωνήσουμε σε ένα «ελληνικό μνημόνιο» ανάπτυξης και ανάταξης της χώρας, το οποίο θα σεβαστούμε όλοι. 

Το πρόβλημά μας είναι πρωτίστως εγκεφαλικό και δευτερευόντως οικονομικό. Ο άξονας της ιστορίας είναι εκεί και περιμένει να τον κινήσουμε. Όπως το κάναμε με τους νεοναζί. 

Εάν οι νεκροί των πυρκαγιών του 2007 έδειξαν ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, η δολοφονία του Γρηγορόπουλου το 2008 εκκίνησε την τροχιά κατάρρευσης της χώρας και η δολοφονία των Ζούλια, Τσάκαλη και Παπαθανοσοπούλου της Marfin το 2010 άνοιξε τις πύλες της κολάσεως, ο φόνος του Φύσσα το 2013 μπορεί να λειτουργήσει ως κραυγή αφύπνισης της Ελλάδας. 

Ένα πρωτογενές πλεόνασμα κοινωνικής δικαιοσύνης ίσως φέρει πιο κοντά τις καλύτερες μέρες, που όλοι περιμένουμε. 


Σχόλια