Τόλμησε τη μεγάλη «τομή»

Της Μαριας Δεληθαναση

Χριστιανικοί ψαλμοί σε ώτα μουσουλμανικά και μουσουλμανικά σιγοψυθιρίσματα και ύμνοι από χείλη γεμάτα ευγνωμοσύνη μέσα σε ορθόδοξο, ελληνικό ναό. Μέσα στην εκκλησία του νεκροταφείου της Λέρου, δεκαπέντε πρόσφυγες από το Ιράκ προσεύχονται για τη μετάβαση μιας ομοεθνούς τους στον άλλο κόσμο. Παρασύρονται στην κατάνυξη της νεκρώσιμης ακολουθίας. Ο Μητροπολίτης Καλύμνου, Λέρου και Αστυπάλαιας Παΐσιος, με έργο φιλανθρωπικό και αγάπη για τον «άλλον», έδωσε τη άδεια για μια ταφή κανονική, κατά τα ειωθότα. Οταν σου έχουν στερήσει την αξιοπρέπεια στη ζωή, δικαιούσαι τουλάχιστον έναν αξιοπρεπή θάνατο...

Ενα λευκό σεντόνι που απλώθηκε πάνω από το φέρετρο, όταν πλέον είχε πάρει τη θέση του στη γη, ήταν το συμπλήρωμα της δικής τους παράδοσης. Η μουσουλμάνα τάφηκε σε νεκροταφείο χριστιανικό και η οικογένεια ένιωσε την ευγνωμοσύνη για τον Μητροπολίτη και τους άλλους που βοήθησαν να απλώνεται σαν λουλούδι, να μοσχομυρίζει σαν γιασεμί.

Η νεφροπαθής γιαγιά πέθανε δύο 24ωρα μετά τη διακομιδή της στο νοσοκομείο Καλύμνου από το νοσοκομείο Λέρου. Μέσα στο νοσοκομείο δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον, αρνιόταν να ζήσει. Τραβούσε τους ορούς με μένος. Τρεις ημέρες νωρίτερα είχε δει το εγγόνι της να χάνεται μέσα στη θάλασσα. Μετά το χαμό του, δεν ξαναμίλησε. Ούτε στα παιδιά της ούτε στα εγγόνια της. Ο γιος της, η νύφη της, τα άλλα τρία εγγόνια της είχαν καταφέρει να φθάσουν στη στεριά ζωντανά. Ενα βρέφος που θήλαζε τη μητέρα, ένα δυο ετών και το μεγαλύτερο τριών χρόνων.

Τον εγγονό της που χάθηκε τον έλεγαν Νταλμάρ και ήταν έξι χρόνων. Κι όπως γράφει η Ματίνα Κατσιβέλη, συνταξιούχος δικαστικός και μέλος της Επιτροπής Συμπαράστασης και Στήριξης Μεταναστών και Προσφύγων Λέρου, ως επικήδειο για το χαμένο στη θάλασσα παιδί «... βρέθηκε σ’ ένα σαπιοκάραβο μαζί με άλλους σαράντα έξι ξεριζωμένους από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Μέσα στο “φορτίο” ήταν δεκαπέντε βρέφη και μικρά παιδιά. Είχε ανέμους, αλλά η “επιχείρηση” έπρεπε να προχωρήσει κανονικά. Χιλιάδες περιμένουν απέναντι. Μεγάλα τα κέρδη... Το σκάφος βούλιαξε. Οι τραγικοί επιβάτες βρέθηκαν στη θάλασσα. Το εξάχρονο αγόρι δεν τα κατάφερε. Η μάνα του έσφιγγε στην αγκαλιά της το πέντε μηνών αδελφάκι του. Ο πατέρας του, το άλλο δίχρονο... Η μάνα κάθεται βρεγμένη, σφίγγοντας το μωρό της. Δεν θρηνεί, δεν νιώθει κρύο. Το αδάκρυτο βλέμμα της τρομάζει. Είναι πέρα από τον πόνο της απώλειας, πέρα από την απελπισία. Ο πατέρας με δάκρυα στα μάτια της αποστά το μωρό από τα χέρια. Προσπαθεί να το ντύσει με στεγνά ρούχα, να το τυλίξει με μια κουβέρτα, να το ζεστάνει. Οι άλλες μανάδες ντύνουν, ζεσταίνουν τα παιδιά τους. Δεν έχουν ώρα για συμπόνια. Τα μάτια τους έχουν δει τόσους θανάτους. Τ’ αυτιά τους έχουν ακούσει τόσους θρήνους».

Πέρυσι, ο νομικός συντονιστής του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες Σπύρος Κουλοχέρης είχε πάει στην Μυτιλήνη για να πείσει τις τοπικές αρχές να επιτρέψουν την ταφή ενός δίχρονου παιδιού από τη μητέρα του. Η μητέρα παρακαλούσε, αλλά οι αρχές δεν την άφηναν. Το παιδικό φέρετρο θα βεβήλωσε την πίστη και το νεκροταφείο. Το παιδί τάφηκε σε μια ερημιά...

Ο Μητροπολίτης Παΐσιος, που βιώνει την πίστη ως πανανθρώπινη αξία, πάνω από θρησκείες και δόγματα, τόλμησε τη μεγάλη «τομή».

«Καθημερινή», 07/11/2008

Σχόλια