Ο αρχειομαρξιστής και ο βασιλόφρων
Κασσάνδρου 109, Θεσσαλονίκη. Κάπου εδώ κοντά ήταν το τσαγκάρικο του προπάππου μας, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, πρόσφυγα από την Ανατολική Θράκη.
Ο προπάππους ήταν αμετανόητος κομμουνιστής συνδικαλιστής -και δη αρχειομαρξιστής-, ο οποίος είχε στιγματιστεί από τους συντρόφους του στην Κομοτηνή το 1933, όπου διέμενε τότε, ως ρουφιάνος της ασφάλειας, με δύο, μάλιστα, συκοφαντικά δημοσιεύματα στον Ριζοσπάστη.
Και αυτός ήταν ο λόγος που τέθηκε στο στόχαστρο της ασφάλειας επί ιδιωνύμου, φακελώθηκε και χρειάστηκε τελικά να πάρει την προγιαγιά Παγώνα και τα παιδιά τους -την γιαγιά μας την Τούλα και τη θεία μας τη Σούλα- στην Θεσσαλονίκη, για να γλιτώσουν.
Στην Κομοτηνή τον είχε βάλει στο μάτι ο διοικητής ασφαλείας Μαράτος, ο οποίος είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να τον πιάσει και να τον στείλει εξορία.
Επί Μεταξά εκτοπίστηκε στον Άγιο Ευστράτιο κι έφαγε πολύ ξύλο. Επέστρεψε κάποια στιγμή και ήρθε ο πόλεμος.
Γενικώς, τον μάζευαν συχνά και τον έστελναν στο κρατητήριο. Τότε επειδή η θεία μας η Σούλα ήταν μικρή και μικροκαμωμένη, την έστελναν στη φυλακή για να τον δει γιατί χώρουσε μέσα από τα κάγκελα και του έδινε ψωμί (το οποίο μέσα είχε σκονάκι με γραπτές οδηγίες του ΚΚΕ).
Ο προπάππους δεν έχασε ποτέ την επαφή με το ΚΚΕ. Στην κατοχή, όπως διάβασα στο βιβλίο "Οι Εβραίοι της Ελλάδας" (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), το τσαγκάρικο του προπάππου είχε γίνει γιάφκα του ΕΑΜ και οποίος ήθελε να μπει στην αντίσταση, περνούσε πρώτα από εκεί.
Και μια μέρα, την πόρτα του τσαγκάρικου πέρασε ο 18χρονος τότε παππούς μας, Άλκης Καριζώνης, πρόσφυγας από τη Μικρόπολη Δράμας, όπου οι Βούλγαροι είχαν κυνηγήσει με σκοπό να εξολοθρεύσουν τον κοινοτάρχη πατέρα του, απόστρατο αξιωματικό της χωροφυλακής, Γεώργιο Καριζώνη.
Οι Καριζώνηδες είχαν νοικιάσει ένα σπίτι απέναντι από το τσαγκάρικο. Η προγιαγιά μας, Κατερίνα, σύζυγος του Καριζώνη, έβλεπε από το μπαλκόνι ένα όμορφο κορίτσι να μπαινοβγαίνει στο τσαγκάρικο: Ήταν η γιαγιά Τούλα.
Το τσαγκάρικο ήταν το Στάλινγκραντ της Θεσσαλονίκης. Εκεί μυούνταν στην μυστική παράνομη αντίσταση οι νέοι. Και βορείως της Κασσάνδρου, οι Γερμανοί απλώς δεν έμπαιναν. Εκεί γνώρισε και ο παππούς μας ο Άλκης την οικογένεια που του στέρησε αργότερα η κατοχή.
Και όταν οι Γερμανοί έφυγαν, ο μόνος που δεν χάρηκε ήταν ο κομμουνιστής προπάππους. Γιατί μόλις είχε μάθει ότι ο Μαράτος που τον κυνηγούσε στην Κομοτηνή προπολεμικά, είχε τοποθετηθεί διοικητής της ασφάλειας στη Θεσσαλονίκη. Και σύντομα θα υφίστατο τις συνέπειες της μετάθεσης του, στις μέρες της λευκής τρομοκρατίας, υφιστάμενος ασύλληπτο ξύλο.
Τον Μαράτο εκτέλεσε η ΟΠΛΑ το 1948 δύο δρόμους πιο κάτω απ' το τσαγκάρικο. Ο προπαππούς πέθανε λίγα χρόνια μετά, νεότατος στα 47, από κίρρωση του ήπατος, που προήλθε από το ατελείωτο ξύλο που έτρωγε στα κρατητήρια της ασφάλειας.
Πρόλαβε όμως να δει την γιαγιά Τούλα και τον παππού Άλκη - τον αντάρτη που μύησε στην αντίσταση και στον οποίο προξένεψε την κόρη του - να παντρεύονται, τις μέρες της προεκλογικής περιόδου των εκλογών του 1951.
Και χάρη σε παρέμβαση υπουργών του Κέντρου, η γιαγιά Τούλα κατάφερε να πάρει το πτυχίο της μαίας (με υπογραφή Μπακατσέλου) παρόλο που ήταν φακελωμένη ως κόρη κομμουνιστή.
Ο παππούς Άλκης, που μόνο κομμουνιστής δεν ήταν, θα χρειαζόταν πολλά χρόνια υπομονής μέχρι να σταματήσει να παρενοχλεί τους πελάτες του ένας τσάτσος της ασφάλειας που τους έδιωχνε από το δικηγορικό του γραφείο στα λουλουδάδικα γιατί ήταν δήθεν "συμμορίτης".
Με τέτοιες ιστορίες έσμιξε μια οικογένεια ενός πρόσφυγα κομμουνιστή από την Ανατολική Θράκη, κυνηγημένου μια ζωή, και το σόι ενός βασιλόφρονα μεταξικού αξιωματικού από την Μάνη, που πολέμησε σε όλα τα μέτωπα, αιχμαλωτίστηκε στο Γκαίρλιτς, αποτάχθηκε 2-3 φορές από τους Βενιζελικούς από το σώμα και βρήκε τραγικό και άδικο θάνατο στη Θεσσαλονίκη της κατοχής.
Σχόλια