Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΗΔΕΙΑ



Τις προάλλες αδειασαμε το σπίτι του παππού και της γιαγιάς - και οι δύο μας άφησαν πλήρεις ημερών το 2021. 

Ήταν σαν μια δεύτερη κηδεία. Αντικείμενα αδιάφορα για μας, που όμως είχαν νόημα για τους ανθρώπους αυτούς. Μπιμπελό, διακοσμητικά και υφάσματα που συλλέγονταν οργανωμένα από την δεκαετία του 1960. Πλήρεις οργανωμένοι φάκελοι αποδείξεων και φορολογικών δηλώσεων που διετρεχαν δεκαετίες επαγγελματικής ιστορίας. Ατελείωτα σερβίτσια - αισθητικά εκτός αγοράς ήδη από την δεκαετία του 1980 - ρούχα, φο μπιζού, φθαρμένα κουζινικά και ξεχαρβαλωμένα από τον χρόνο έπιπλα. Οικιακός εξοπλισμός μηδενικής αξίας - με σημερινά δεδομένα -, δεκάδες μικροαντικείμενα, ξεθυμασμένα αρώματα και πόσα άλλα. 

Το ξεσκαρτισμα είχε εκπλήξεις. Όπως ένα δυτικογερμανικό μέτρο ραπτικής που αποτελούσε παράλληλα και παιχνίδι για παιδιά κατά την πρώτη παπανδρεϊκή περίοδο και χρονολογείτο από την έναρξη του ψυχρού πολέμου. Ή ποτήρια που είχαν επιστρέψει στη βάση με την πώληση του εξοχικού της Περαίας το 1990 - όταν πια η περιοχή άρχιζε να χαλάει. Κιτρινισμένα υφάσματα που είχαν φτάσει κάποτε από την Βηρυτό και τους Άγιους Τόπους. 

Ενα απόσταγμα παιδικών αναμνήσεων ψιθύριζε νοερά κάθε φορά που οι σακούλες έπαιρναν τον δρόμο τους για το άγνωστο. 

Χωρίς χρόνο δυστυχώς για συντονισμό με κοινωφελείς σκοπούς (μόνο για μια σύντομη συνεννόηση με τον οικείο Δήμο), αλλά με αρκετή πρόνοια από τους μεταφορείς, οι δυνάμεις της αγοράς εμφανίστηκαν πρώτες.

 Ουλαμός ρακοσυλλεκτών σε λίγα λεπτά μάζευε ό,τι κατέβαινε επί τόπου. Ήταν μια έμπρακτη κυκλική οικονομία, σε μια κατά τα άλλα μακάβρια διαδικασία που είχε χαρακτηριστικά μνημόσυνου - κάθε αντικείμενο συνοδευόταν και από μια ξεχασμένη ανάμνηση που αναδυόταν αναπάντεχα. 

(Ο παππούς btw είχε προλάβει να διαβάσει και το μισό ΣΚΡΟΛ και περίμενε "και αυτό με τον Παπάγο", δηλαδή τον Σμηναγό Χ, αλλά δεν το πρόλαβε - το αφιέρωσα πάντως στη μνήμη του). 

Έκανα μια ακραία σκέψη: Την γιαγιά από κάπου εκεί ψηλά να μας ξεχέζει που διώχνουμε τα μπιμπελό: "Βρε γαϊδούρια, εγώ που σας μεγάλωσα, και μου πετάτε τα πράγματά μου; Δεν ντρέπεστε;" 

Και τον παππού να σιγοντάρει διπλωματικά το ξεχεστήριο (όχι βέβαια πολύ ένθερμα, μιας και η νομική του βιβλιοθήκη και τα γραπτά του δεν πειράχτηκαν φυσικά): "Έτσι είναι Τούλα, είναι αναίσθητοι σήμερα οι νέοι. Εμείς μεγαλώσαμε με αρχές - είχαμε εθνικόν κράτος! ". 

Ο αποχωρισμός της οικοσκευής τους ήταν οδυνηρός - σαν ένα πρωτόκολλο παράδοσης - παραλαβής με το αναπόφευκτο του θανάτου. 

Έφυγα, υποσχόμενος στον εαυτό μου να μεριμνήσω εγκαίρως για το δικό μου ξεσαβούριασμα προ του μεγάλου ταξιδιού (κάποτε όταν έρθει η ώρα, γιατί θα έρθει) και οι επόμενοι να μην υποστούν τη βάσανο αυτή. 

Και να κεράσω παγωτό μηχανής στη Μαρκέλλα - αποτείνοντας φόρο τιμής στις αναμνήσεις των παιδικών καλοκαιριών (και όχι μόνο) που απλόχερα μας χάρισαν οι δύο αυτοί άνθρωποι και έζησαν μαζί δια πυρός και σιδήρου πάνω από 7 δεκαετίες. 

(Η φωτογραφία του γάμου τους από τα τέλη Αυγούστου του 1951, στο peak της προεκλογικής περιόδου).


Σχόλια