δρόμων ο κόσμος και ταξιδεύει...
Αργεντάριος Μάρκος
α' αιώνας μ.Χ.
(Από την ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ σε μετάφραση Ανδρέα Λεντάκη)
.............................
Σχόλιο του Α.Λ.: Αιτωλή σημαίνει ζητιάνα. Απ' το αιτώ (ζητάω, ζητιανεύω) Πρβλ. σχόλιο στους Ιππής του Αριστοφάνη (στ. 79) «τω χειρ' εν Αιτωλοίς. Από του ονόματος το πράγμα λέγει. Ουκ εν Αιτωλία, αλλ' εν τω αιτείν. Μήδος, παίζει με τις λέξεις μη δος, δηλαδή δεν δίνω.
επαίτες
για πολλοστή φορά προσπίπτουμε στην Εσπερία και τριγυρνάμε στις Αυλές των Καγκελάριων και των Δόγηδων,
δέσμιοι των Οίκων (αξιολόγησης) για κάποια βοήθεια, ή έστω ανοχή, ένα δάνειο
και, αν δώσει ο Θεός, ποιος ξέρει, ίσως αίφνης μια Σταυροφορία - τα σύνορά μας, ξέρετε, είναι και τα σύνορα της Δύσης! Ναι, ποιος ξέρει,
άλλωστε μια Σταυροφορία κάποτε μας χάλασε, ίσως Σταυροφορία τώρα να μας αναστήσει.
Πάλι επαίτες, σαν εκείνον τον καημένο Μανουήλ τον Β' τον Παλαιολόγο, ώς το Λονδίνο έφθασε ζητώντας - καμμιά σχέση βεβαίως, με μας της σήμερον, εκείνος
αρχοντάνθρωπος, ψηλός, θλιμμένος, ομορφάντρας, τον ιστορεί στον αιώνα ζωγραφιά που τον εικονίζει, φραγκοντυμένον αλλά ευθυτενή, καβάλα στ' άλογο, να μπαίνει στη Φλωρεντία, σαν να τελεί θρίαμβο στην Παλαιά Ρώμη
όμως στην πραγματικότητα σφάγιο
για να ζητήσει βεβαίως, τάχα πως απαιτεί, να εκλιπαρήσει βοήθεια, τάχα πως δικαιούται, αυτός ο Αυτοκράτορας! Ποσώς. Ενας σχισματικός Ελληνας ήταν για τους Λατίνους και καλά να πάθουν οι ξεπεσμένοι, δεν είναι πια παρά μόνο λόγια οι δυναστείες τους. Λόγια θρήνων και ικεσιών...***
Τον σταύρωσαν τον κυρ Μανουήλ σε Σύνοδο στη Φλωρεντία, κι άφραγκος ξέμεινε στη Βενετία, χωρίς καν ναύλα για να γυρίσει στη θνήσκουσα Πόλη - καμμιά σχέση
βεβαίως με το σήμερα, ακόμα πετάει το δικό μας πρωθυπουργικό αεροσκάφος - να τώρα πάει ο κυρ Γεώργιος ο Β' Παπανδρέου ο Γ' να εξετάσει την πράσινη ανάπτυξη στις Ινδίες.
...................................
Ομως, στα ίδια σκοτεινά ιταλικά νερά που ξέμεινε πριν από 800 χρόνια ξέμπαρκος ο Αύγουστος Μανουήλ, άλλα 800 χρόνια νωρίτερα ξεμπάρκαρε κι επέστρεφε, γέρων πλέον οίκαδε, ο Κασσιόδωρος - ενενήντα χρονώ
αλλά με τα μυαλά ακόμα τετρακόσια.
Ερχονταν απ' την Πόλη, όπου έζησε σε σπουδαίους καιρούς, είδε την Αγια Σοφιά να χτίζεται, τον τρούλο της να γκρεμίζεται και να ξαναχτίζεται, τον Ιουστινιανό, τελευταίο Λατίνο βασιλιά στην Ανατολή, εν τέλει να πεθαίνει, τη reconquista να καταρρέει και τον κόσμο να αλλάζει. Σπουδασμένος ο ίδιος, καθώς οι Δάσκαλοί του στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, είδε την Ακαδημία του Πλάτωνα να σφραγίζεται και την Ολυμπιάδα να απαγορεύεται, είδε
τον παλιό κόσμο να χάνεται με έναν «αργόσυρτο λυγμό» και τον νέο να αναδύεται αμήχανος, άλλοτε θέλοντας να μοιάζει στον παλιό, όπως οι Γότθοι του Θευδέριχου στην Ιταλία, κι άλλοτε να αδιαφορεί, όπως οι Λομβαρδοί που τους διαδέχθηκαν...
Εθνικός στα νιάτα του κι ύστερα χριστιανίζων ο Κασσιόδωρος (αλλά και χαμαιλέων, σημειώνει ο ιστορικός εκτιμώντας την ικανότητά του να επιβιώσει πολλών Αυλών και τόσων αλλαγών), αλλά πάντα Ιταλιώτης, μετέφραζε, όσο ζούσε στην Πόλη, από τα ελληνικά στα λατινικά και Ελληνες και Χριστιανούς, αλλά κυρίως
Χριστιανούς, διότι όσο γερνούσε, τόσον προς τα μέσα του στρέφονταν. Οπως κι ο κόσμος γύρω του άλλωστε· που διαρκώς μίκραινε τον ορίζοντά του.
Και τώρα να τον επιστρέφει στην πατρική γη, ερείπια όμως απ' τους πολέμους η Ιταλία, κι ο γέροντας αποσύρεται στα οικογενειακά του κτήματα στον νότο.
Μαζί του έφερνε ένα σκριπτόριο, αντιγραφείο, το πρώτο στη Δύση και, για να λειτουργήσει, μιαν ογκώδη βιβλιοθήκη τσιφ απ' την Κωνσταντινούπολη.
Ο Κασσιόδωρος εδέησε κάποια στιγμή και πέθανε, τα σκριπτόρια όμως ρίζωσαν κι εξαπλώθηκαν στα μοναστήρια της Εσπερίας, από το Μόντε Κασίνο, έως τη μακρυνή και πάντα διψασμένη για καυγάδες (και) περί τα γράμματα Ιρλανδία...
Δεν ξέρω -ποιος να ξέρει;- αν ο κυρ Μανουήλ Παλαιολόγος ήξερε την ιστορία του Κασσιόδωρου, αλλά οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν μπρος-πίσω στα ίδια νερά, για διαφορετικούς λόγους, σε διαφορετικές εποχές. Ρωμαίος ο ένας, Ελληνας Ιταλιώτης, που επέστρεφε απ' την Πόλη στη μητέρα γη φέρνοντας δώρα· Ρωμαίος κι ο άλλος, ένας σχισματικός Ελληνας, που ήρθε ικέτης στην ίδια γη κι έφευγε τώρα πίσω για την ίδια Πόλη με άδεια χέρια και σκυμμένο το εστεμμένο -με αγκάθια πια- κεφάλι.
Ευτυχώς καμμιά σχέση με το σήμερα - τι σχέση να 'χουν οι Δυνατοί που μας αλάλιασαν τότε, με τους «Νταβατζήδες» που μας αλαλιάζουν σήμερα. Εξάλλου, άλλο τα σκριπτόρια του Κασσιόδωρου, άλλο τα τυπογραφεία του Γουτεμβέργιου - μεγάλη ασυνέχεια...
Σχόλια